Άρθρα

Τα θηλαστικά στις Κυκλάδες

του Αχιλλέα Δημητρόπουλου

ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΣ ΤΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ στην πανίδα των Κυκλάδων τα Συριανά γράμματα επιχειρούν σήμερα να προσεγγίσουν τη λιγότερο γνωστή και ελάχιστα μελετημένη ομάδα της, που είναι τα Θηλαστικά. Οι πρώτες αναφορές στο θέμα έγιναν από τον Tournefort (1717), τον Erhard (1858) και το Heldreich (1878). Ως σήμερα οι σχετικές εργασίες αποτελούν εξαίρεση στη διεθνή Βιβλιογραφία. Τα σύγχρονα δεδομένα για τα χερσαία Θηλαστικά και τα μικροθηλαστικά οφείλονται στο Γιάννη Ιωαννίδη, και για το είδος Dryomys nitedula στο Β. Χονδρόπουλο. Το σημερινό αφιέρωμα ανταποκρίνεται στην ανάγκη να γνωρίσουν οι Κυκλαδίτες τα Θηλαστικά της περιοχής τους, ανάγκη που γίνεται φανερή, όταν διαπιστώνουμε ότι πολλοί αγνοούν π.χ. το γεγονός ότι στα νησιά μας υπάρχουν ζώα όπως ο Ασβός ή ότι περνούν, σαν σπάνιοι επισκέπτες, φάλαινες∙ ακόμα πριν από μερικά χρόνια η παρουσία της Μεσογειακής Φώκιας στο Αιγαίο ήταν γνωστή σχεδόν αποκλειστικά στους ψαράδες∙ οι περισσότεροι κάτοικοι των νησιών, αλλά και τα σχολικά εγχειρίδια, επέμεναν ότι φώκιες υπάρχουν μόνο στις βόρειες θάλασσες! Αντίθετα, κατά καιρούς έγιναν αναφορές σε είδη που η ύπαρξή τους στις Κυκλάδες δεν έχει αποδειχθεί, όπως η Νυφίτσα (Mustelanivalis), σε είδη που η απογραφή τους οφείλεται σε εσφαλμένες αναγνωρίσεις, όπως το Τσακάλι της Τήνου, που δεν είναι άλλο από τον Ασβό, και σε είδη που, αν υπήρχαν, φαίνεται να έχουν εξαφανιστεί, όπως ο Λαγός ή Αγριολαγός στη Σύρα. Εξάλλου είναι αναμενόμενο ότι μελλοντικές έρευνες θα προσθέσουν στον κατάλογο των ειδών και άλλα, ιδίως νυχτερίδες, για τις οποίες λείπουν τελείως σύγχρονα δεδομένα από τις Κυκλάδες, με εξαίρεση 2 ευρύτατα διαδεδομένα είδη. Η σχετική σπανιότητα δημοσιευμάτων για τα Θηλαστικά στις Κυκλάδες οφείλεται ίσως και στο γεγονός ότι ο αριθμός των ειδών τους είναι μικρός. Τα είδη που είναι πιο συνηθισμένα ή παρατηρούνται ευκολότερα, όπως ο Σκαντζόχοιρος, τραβούν την προσοχή των κατοίκων και είναι πιο γνωστά, ενώ άλλα, πιο δειλά ή κρυπτικά, όπως ο Ασβός, περνούν απαρατήρητα. Είναι βέβαια γνωστό ότι τα Θηλαστικά, γενικότερα, παρουσιάζουν ιδιαίτερες δυσκολίες στην παρατήρηση, συνήθως περισσότερες από τα πουλιά και τα ερπετά. Στην πλειονότητά τους είναι νυκτόβια και κρυπτικά πλάσματα, που αποφεύγουν συστηματικά τον άνθρωπο και έχουν κύριο μέσο άμυνας τις οξύτατες αισθήσεις τους. Έτσι ακόμα και οι κάτοικοι των περιοχών, όπου απαντώνται ορισμένα είδη, σπάνια τα συναντούν. Οι ερευνητές, στην προσπάθειά τους να εντοπίσουν την παρουσία ορισμένων Θηλαστικών, στηρίζονται κυρίως σε μεθόδους έμμεσης παρακολούθησης ή καταγραφής, και σπάνια στην άμεση παρατήρηση. Με τη χρήση και αξιολόγηση των λεγομένων βιοδηλωτικών ιχνών (περιττώματα, ίχνη, υπολείμματα τροφής, φωλιές κλπ.), που προδίδουν την ύπαρξη ορισμένων ειδών, οι επιστήμονες διαπιστώνουν την παρουσία και τις δραστηριότητες των Θηλαστικών σε μια περιοχή∙ σε τέτοια ίχνη βασίζονται και μερικές μαρτυρίες ειδών από τις Κυκλάδες. Ειδικά τα θαλάσσια Θηλαστικά, μόνο τυχαία μπορεί κανείς να τα συναντήσει.

Στις Κυκλάδες υπάρχουν μερικά κατοικίδια Θηλαστικά, που παίζουν ρόλο σαρκοφάγων, όπως οι γάτες (Αγριόγατοι στη Σύρα) ή επιδρούν σημαντικά και «διαμορφώνουν» το φυσικό περιβάλλον των νησιών, όπου συναντώνται, όπως το κουνέλι, αλλά —φυσικά! — και η γίδα ή ο χοίρος σε πολλές περιπτώσεις. Υπάρχουν ακόμα τα ξενόφερτα είδη, όπως τα νοτιοαμερικανικά λάμα, που αφέθηκαν ελεύθερα στη Γυάρο μέσα στη δεκαετία τον ’80. Πολλά είδη Θηλαστικών έχουν «κακό όνομα» στις Κυκλάδες, είτε για φημολογούμενες ζημιές (Ατσίδα, ποντίκια, Αρασκός) είτε από προλήψεις (νυχτερίδες). Τα Θηλαστικά, όπως και όλα τα άλλα στοιχεία ταυτότητας του φυσικού περιβάλλοντος των νησιών, πρέπει να προστατευτούν οπωσδήποτε.

Εντομοφάγα

Αυτή η τάξη, από τις πιο πρωτόγονες των Θηλαστικών, περιλαμβάνει 370 είδη περίπου, τα οποία ανήκουν σε 3 οικογένειες:Erinaceidae-Σκαντζόχοιροι, Talpidae-Τυφλοπόντικες και Soricidae-Μυγαλές. Όλα τα εντομοφάγα έχουν συγκριτικά μικρό, περιορισμένα ανεπτυγμένο εγκέφαλο και πιο ανεπτυγμένα τα χημειοαισθητήρια όργανα, ενώ τα μυτερά δόντια τους μαρτυρούν ότι τρέφονται με έντομα. Στις Κυκλάδες μόνο ο Σκαντζόχοιρος έχει καταγραφεί από τους εκπροσώπους αυτής της τάξης.

33_ar15_1

Σκαντζόχοιρος (Erinaceusconcolor). Καμιά σχέση με χοίρους! Από τα πιο συνηθισμένα θηλαστικά στις Κυκλάδες, ο Σκαντζόχοιρος συναντάται συχνά. Μαζί με τα ποντίκια, τα κουνέλια και τους αρουραίους, είναι από τα γνωστότερα και πιο διαδεδομένα ζώα στα νησιά. Τα αγκάθια τον (περίπου 6.000) δεν είναι τίποτα περισσότερο από ιδιαίτερα διαμορφωμένες τρίχες, που παρέχουν βέβαια αποτελεσματική προστασία από τους φυσικούς εχθρούς του ζώου, όχι όμως κι από τα τροχοφόρα: οι θάνατοι σκαντζόχοιρων στους εξοχικούς δρόμους αποτελούν σημαντική απειλή για το είδος∙ τα κουφάρια τους στο οδικό δίκτυο της υπαίθρου είναι πολύ συχνό, μακάβριο θέαμα. Ο Σκαντζόχοιρος δραστηριοποιείται και μετακινείται συνήθως στη διάρκεια της νύχτας, όταν ψάχνει για τροφή. Τότε παρατηρείται σχετικά εύκολα (με τη βοήθεια φακού, για παράδειγμα). Αν και ανήκει στην τάξη των εντομοφάγων, τρέφεται με μεγάλη ποικιλία από ασπόνδυλα (όχι μόνο έντομα, αλλά και σαλιγκάρια ή σκουλήκια), μερικές φορές σπονδυλωτά (σαύρες, φίδια, πτώματα) και φυτικές τροφές. Όταν τρώει, κάνει θόρυβο: χτυπάει τα χείλια του, όταν μασουλάει γυμνοσαλιάγκους ή σκουλήκια, και ακούγεται όταν σπάζει με τα δόντια τούς θώρακες σκαθαριών. Οι σκαντζόχοιροι ζευγαρώνουν την άνοιξη, σχεδόν αμέσως μετά τη δραστηριοποίησή τους από τη χειμέρια νάρκη. Ύστερα από εγκυμοσύνη 5-6 εβδομάδων, τα θηλυκά γεννούν 2-10 (συνήθως 4-5) τυφλά μικρά, που ωστόσο διαθέτουν λίγα, κοντά και εύκαμπτα, ασπρουδερά αγκάθια. Εγκαταλείπουν τη φωλιά, όταν γίνουν 3 εβδομάδων, και ακολουθούν τη μητέρα τους.

Χειρόπτερα

Αυτή η τάξη περιλαμβάνει τις νυχτερίδες, τα μόνα Θηλαστικά που είναι ικανά για πραγματική πτήση. Οι «φτερούγες» τους αποτελούνται από λεπτή, πτητική μεμβράνη, που ενώνει, στα περισσότερα είδη, τα μπροστινά με τα πίσω άκρα, και σε ορισμένα είδη και την ουρά.

Οι νυχτερίδες είναι χαρακτηριστικά νυκτόβια ζώα, που σπανιότατα παρατηρούνται στο φως της ημέρας. Τρέφονται με έντομα, τα οποία αρπάζουν στον αέρα, συνήθως με τα σαγόνια, αλλά μερικές φορές και με τη βοήθεια της πτητικής μεμβράνης. Οι νυχτερίδες τρώνε τη λεία τους είτε ενώ βρίσκονται σε πτήση είτε γαντζωμένες σε κάποια επιφάνεια. Για να προσανατολιστούν, χρησιμοποιούν τους ήχους που βγάζουν, οι οποίοι ποικίλλουν από 10 μέχρι και περισσότερο από 100 χιλιόκυκλους, συχνότητες που δεν συλλαμβάνει το ανθρώπινο αυτί. Τα ζώα προσανατολίζονται με τη βοήθεια των αντανακλώμενων ήχων. Γνωρίζουμε επίσης ότι ορισμένες νυχτερίδες χρησιμοποιούν συγκεκριμένες κραυγές, για να επικοινωνούν μεταξύ τους. Το στόμα και τα ρουθούνια, από όπου προέρχονται οι ήχοι, καθώς και τα αυτιά των νυχτερίδων, έχουν διαμορφωθεί με διαφορετικό τρόπο, χαρακτηριστικό για κάθε είδος, και έτσι μπορούν να αποτελέσουν σημαντικό στοιχείο αναγνώρισης, αν μπορέσουμε να δούμε τα ζώα αυτά από κοντά. Για παράδειγμα, πολλά είδη νυχτερίδων διαθέτουν μια απόφυση στο εσωτερικό τμήμα τον αυτιού, που διακρίνεται σαν πτυχή ή οξύληκτος σχηματισμός, ονομάζεται τράγος και παρουσιάζεται σε ποικίλες μορφές. Οι κραυγές των νυχτερίδων μπορούν να μελετηθούν με τη βοήθεια ειδικών οργάνων, που μετατρέπουν τους ήχους σε συχνότητες, οι οποίες είναι δυνατόν να ακουστούν από το ανθρώπινο αυτί.

Οι γνώσεις μας για την παρουσία των νυχτερίδων στα νησιά του Αιγαίου είναι εξαιρετικά ελλιπείς, παρά το γεγονός ότι τα ζώα αυτά είναι από τα πλέον διαδεδομένα Θηλαστικά στα νησιά. Η δυσκολία για άμεση αναγνώριση δεν επιτρέπει συνήθως, παρά μόνο σε ειδικούς την ακριβή καταγραφή των ειδών που υπάρχουν. Από τα 23 περίπου είδη χειροπτέρων, που έχουν καταγραφεί στον ελληνικό χώρο, σύμφωνα με τον Corbet και τονOvenden, ελάχιστα έχουν ως σήμερα παρατηρηθεί στις Κυκλάδες. Οι νησιώτες τα ονομάζουν όλα νυχτερίδες, από την αρχαία ονομασία νυκτερίς (Νυχταρίδα στη Σύρα, Νυχτερία στην Κάλυμνο, Λυχτερίδα στην Ικαρία, Λυχταρίδα στον Όλυμπο της Καρπάθου, Ταγταρίδα και Τανταρίδα στη Λέρο). Ο Erhard, στο έργο τον FaunaderCykladen (σ.5), αναφέρει ένα «νέο» είδος νυχτερίδας από τη Σύρα και το ονομάζει Vesρertiliosoricinus.

Οι νυχτερίδες στα νησιά τον Αιγαίου συναντώνται κυρίως σε περιοχές γύρω από υγρές σπηλιές και σε εγκαταλελειμμένα κτίρια, αγροικίες και συνοικίες με παλιές κατοικίες. Επειδή δεν διατηρούν συνεχώς σταθερή τη θερμοκρασία του σώματός τους (κανονικά γύρω στους 35°-40° Κελσίου), αλλά προσαρμόζονται στη θερμοκρασία τον περιβάλλοντος, οι νυχτερίδες εξαρτώνται απόλυτα από τη διατήρηση των καταφυγίων τους, είτε αυτά είναι σπηλιές είτε ερείπια ή εγκαταλελειμμένες κατοικίες. Είναι γνωστό ότι τα ζώα αυτά πέφτουν σε ελαφρό, καθημερινό λήθαργο, από τον οποίο συνέρχονται δύσκολα, όταν ξυπνούν∙ τότε είναι εξαιρετικά τρωτά, όπως και όταν ενοχληθούν κατά τη διάρκεια της χειμέριας νάρκης, οπότε εξαντλούν ταχύτατα τα ενεργειακά τους αποθέματα. Για όλους τους παραπάνω λόγους η προστασία των νυχτερίδων στις Κυκλάδες (και στα νησιά του Αιγαίου γενικότερα) επιβάλλεται από τη συνεχή μείωση του πληθυσμού τους, εξαιτίας της καταστροφής των καταφυγίων (κατεδάφιση κτιρίων, «αξιοποίηση» σπηλαίων), της αλόγιστης χρήσης φυτοφαρμάκων, αλλά και της γενικότερης υποβάθμισης του φυσικού περιβάλλοντος.

33_ar15_2

Rhinolophus ferrumequinum. Αρκετά μεγαλόσωμο είδος νυχτερίδας: άνοιγμα φτερών 0,33-39 μ., μήκος σώματος 00,56-68 μ. Όταν είναι κρεμασμένη με κλειστές «φτερούγες», έχει μέγεθος ανθρώπινης γροθιάς. Η πτήση της είναι χαρακτηριστική και θυμίζει πτήση πεταλούδας, με «τρεμουλιαστές» κινήσεις των «φτερών», που εναλλάσσονται με γλίστρημα στον αέρα. Θορυβώδης, ιδίως κοντά στις αποικίες, βγάζει ήχους, που ακούονται σαν τσιρίγματα και τριξίματα. Κάθε άτομο βρίσκεται σε συνεχή επικοινωνία με τα άλλα γύρω του, φωνάζοντας. Όταν κυνηγάει τη λεία της, συχνά αγγίζει ή και κάθεται για μια στιγμή στο έδαφος, αρπάζοντας έντομα που περπατούν. Πέφτει σε νάρκη μέσα σε σπήλαια, όπου προχωρεί αρκετά στο εσωτερικό και σχηματίζει αποικίες, μικρές ή μεγάλες ομάδες. Το καλοκαίρι μετακινείται αρκετά. Στην Ευρώπη έχει διαπιστωθεί ότι μπορεί να καλύψει απόσταση μέχρι και περισσότερο από 40 χιλιόμετρα κάθε μέρα, ψάχνοντας για τροφή. Έχει επανειλημμένα παρατηρηθεί στη Σύρα.

Pipistrellussavii. Μικρόσωμο είδος νυχτερίδας, μήκος σώματος 00,43-48 μ., με χαρακτηριστική χρωματική αντίθεση ανάμεσα στο χρώμα της ράχης, το άσπρο πηγούνι και στήθος και το μαύρο «πρόσωπο»∙ οι τρίχες στη ράχη είναι σκουρόχρωμες με πολύ πιο ανοιχτόχρωμες άκρες. Συναντάται συχνά μέσα σε χωριά και πόλεις, και σχηματίζει αποικίες, που αριθμούν 10 ή και περισσότερα άτομα. Από τα πιο συνηθισμένα είδη νυχτερίδας στα νησιά του Αιγαίου, με κατανομή που, ξεκινώντας από τις μεσογειακές χώρες, περιλαμβάνει τη Β. Αφρική και τα Κανάρια νησιά, ενώ στα ανατολικά, διαμέσου της Ασίας, εξαπλώνεται μέχρι τις ακτές του Ειρηνικού. Έχει παρατηρηθεί στη Σύρα.

Λαγόμορφα

Παρά τις κάποιες μορφολογικές ομοιότητές τους με τα τρωκτικά, τα μέλη αυτής της τάξης δεν έχουν καμιά σχέση με ποντίκια και αρουραίους. Στα τρωκτικά υπάρχει πάντα 1 μόνο ζευγάρι κοπτήρες στην επάνω σιαγόνα, ενώ σε όλα τα λαγόμορφα υπάρχει και δεύτερο ζευγάρι κοπτήρες, πίσω από το πρώτο. Στην πραγματικότητα υπάρχει παράλληλη εξέλιξη λαγόμορφων και τρωκτικών, και σ’ αυτή την εξέλιξη οφείλονται οι όποιες ομοιότητες, ιδίως εκείνες που παρατηρούνται στο κρανίο, αποτέλεσμα λειτουργικής προσαρμογής. Εκτός από τους γνωστούς «εκπροσώπους» με τα μεγάλα αυτιά και τα ισχυρά, μεγάλα πίσω πόδια, στα λαγόμορφα ανήκουν και τα πίκα, μια ομάδα με κοντά αυτιά και πόδια, που σήμερα συναντώνται μόνο στην Ασία και στην Αμερική.

33_ar15_3

Αγριοκούνελο (Oryctolagus cuniculus). Το Αγριοκούνελο είναι χαρακτηριστικό ζώο της Ιβηρικής χερσονήσου, από όπου κατάγεται, διαδόθηκε όμως με τη βοήθεια του ανθρώπου σ’ όλη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της χώρας μας, καθώς και στην Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, τη Νότιο Αμερική και σε εκατοντάδες νησιά σ’ όλο τον κόσμο. Η διαδικασία της εξημέρωσής του ξεκίνησε από τους ρωμαϊκούς χρόνους. Όλες οι κατοικίδιες μορφές προέρχονται από το Αγριοκούνελο και δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση με το Λαγό. Ωστόσο σε πολλά από τα νησιά των Κυκλάδων, οι κάτοικοι μπερδεύουν τα 2 ζώα και δεν κάνουν καμιά διάκριση μεταξύ τούς: έτσι με το όνομα Λαγός είναι γνωστό, στη Σύρα κυρίως, τόσο το κατοικίδιο όσο και το ημιάγριο κουνέλι, που ζει απελευθερωμένο από τον άνθρωπο σε άγρια κατάσταση (στην Άνω Μεριά, στην Αζόλιμνο, στα Άδυατα, στο Γαϊδουρονήσι και στο Στρογγυλό), ενώ είναι σχεδόν σίγουρο ότι πάνω σ’ αυτό το νησί δεν υπάρχει (πλέον ή δεν υπήρξε ποτέ;) Λαγός, παρά το γεγονός ότι ο Erhard περιλαμβάνει τη Σύρα στα νησιά των Κυκλάδων, όπου υπάρχει Λαγός και όχι Αγριοκούνελο. Ίσως αποτελεί λεκτική διαφοροποίηση των λαγών από τα αγριοκούνελα η σπάνια χρησιμοποιούμενη σήμερα στη Σύρα ονομασία Αγριολαγός, η οποία εν πάση περιπτώσει σημαίνει επίσης κουνέλι στις μέρες μας. Είναι πολύ πιθανό ότι ο Λαγός εξαφανίστηκε από τη Σύρα, όπως είναι σίγουρο ότι απελευθερώσεις κουνελιών γίνονταν πάντα, και τώρα και στο παρελθόν, για να υπάρχει τροφή στη διάθεση τυχόν ναυαγών. Αγριοκούνελα υπάρχουν σήμερα στα παρακάτω νησιά τον Αιγαίου: Μύκονος, Σύρα, Στρογγυλό, Γαϊδουρονήσι, Δήλος, Θήρα (Πλατύ), Ίος, Λέρος, Κάλυμνος, Πρασούδα, Λήμνος και Κως. Η εικόνα δεν είναι ίσως πολύ διαφορετική από εκείνη που έδινε ο Erhard γύρω στα μέσα του περασμένου αιώνα, όταν ανέφερε ότι Αγριοκούνελα συναντώνται στα νησιά Κύθνος, Γυάρος, Σέριφος, Κίμωλος, Δήλος, Μύκονος και Φολέγανδρος.

Δραστήριο κυρίως το σούρουπο, καθώς και σ’ ολόκληρη τη διάρκεια της νύχτας, το Αγριοκούνελο δεν κρύβεται τόσο στα νησιά, όπου δεν καταδιώκεται, και μπορεί μερικές φορές να το δει κανείς και την ημέρα. Είναι, πάντως, ένα από τα Θηλαστικά που παρατηρούνται ευκολότερα. Σκάβει δαιδαλώδεις στοές μέσα στο έδαφος, όπου κρύβεται και γεννά. Οριοθετεί την περιοχή του με κόπρανα, που έχουν χαρακτηριστική μυρωδιά, η οποία προσδίδεται από ειδικούς αδένες∙ τα κόπρανα τοποθετούνται σε εμφανή σημεία, μέσα στα όρια «επικράτειας». Η περίοδος της αναπαραγωγής στις μεσογειακές χώρες αρχίζει κατά τη διάρκεια του χειμώνα και τελειώνει αργά την άνοιξη, δηλ. συμπίπτει με την περίοδο που αναπτύσσεται ιδιαίτερα η ποώδης βλάστηση. Μετά από εγκυμοσύνη 28-30 ημερών, κάθε Θηλυκό γεννά κατά μέσον όρο 4-6 μικρά, που ενηλικιώνονται γρήγορα και μπορούν να ζευγαρώσουν, όταν φτάσουν τους 3-4 μήνες. Κάθε αναπαραγωγική περίοδο ένα θηλυκό μπορεί να γεννήσει μέχρι και 30 μικρά, που η θνησιμότητά τους μπορεί να φτάσει και το 80%. Όταν δεν υπάρχουν σημαντικοί θηρευτές, όπως σε ορισμένα ερημονήσια, τα αγριοκούνελα φτάνουν σε τόσο μεγάλους πληθυσμούς, που επιδρούν άμεσα στο φυσικό περιβάλλον και καταστρέφουν τη βλάστηση. Στις περιπτώσεις πυκνών πληθυσμών οι αποικίες των αγριοκούνελων είναι δομημένες με ιεραρχικό σύστημα, όπου συνήθως ένα ισχυρό αρσενικό κυριαρχεί σε μερικά Θηλυκά. Αν η πληθυσμιακή πυκνότητα φτάσει σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, τα Θηλυκά που βρίσκονται στις κατώτερες βαθμίδες της ιεραρχίας δεν γεννούν καθόλου ή γεννούν 1 μόνο μικρό. Όταν, γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’50, έφτασε στην Ευρώπη από τη Ν. Αμερική η φοβερή ασθένεια μυξομάτωση, που προσβάλλει τα λαγόμορφα, η θνησιμότητα στα αγριοκούνελα έφτασε το 99%, αλλά μετά από 20 χρόνια περίπου τα ίδια τα αγριοκούνελα ανέπτυξαν γενετική αντίσταση στον ιό της ασθένειας. Ο μόνος αποτελεσματικός έλεγχος των πληθυσμών αυτού του ζώου μπορεί να γίνει από τούς φυσικούς του θηρευτές, με δεδομένες τις δυσκολίες και την περιορισμένη αποτελεσματικότητα, που είχε το κυνήγι από τον άνθρωπο, ειδικά στο τυπικό παράδειγμα της Αυστραλίας, όπου τα εισαγόμενα αγριοκούνελα πολλαπλασιάστηκαν σε εφιαλτικά επίπεδα και εξακολουθούν να αποτελούν πρόβλημα σε πολλές περιοχές αυτής της ηπείρου.

33_ar15_4

Λαγός, Αγριολαγός epus europaeus). Στις Κυκλάδες ο Λαγός είναι μάλλον σπάνιο, ασυνήθιστο ζώο, με μικρούς, τοπικούς πληθυσμούς, που είναι συνήθως περιορισμένοι σε συγκεκριμένα σημεία. Στα νησιά του Αιγαίου γενικότερα είναι περισσότερο πολυπληθής στη Σάμο, στη Χίο, στη Λέσβο, στη Ρόδο, στη Σκύρο, στη Νάξο, στην Κω, όπου συνυπάρχει με το Αγριοκούνελο, όπως και στην περίπτωση της Λήμνου (Κάστρο), και της Άνδρου, ενώ μικρότεροι, γεωγραφικά περιορισμένοι πληθυσμοί υπάρχουν στην Κύθνο, στη Μήλο, στη Σέριφο (Βουνιά), στη Σίφνο, στην Αμοργό, στην Τήνο, στην Αστυπάλαια, στην Κάρπαθο, στην Κάσο, στην Κέα, στην Κίμωλο και στην Πάρο. Αυτά τα στοιχεία δεν διαφέρουν ιδιαίτερα από τον Erhard, στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν αυτός ανέφερε ότι λαγοί υπάρχουν στην Κέα, στη Σύρα, στην Τήνο, στη Μήλο, στην Πάρο, στη Νάξο και στην Άνδρο. Φαίνεται ότι δεν υπάρχουν πια λαγοί στη Σύρα και στους Λειψούς, ενώ στα μικρότερα νησιά του Αιγαίου είναι πιθανό η παρουσία Λαγού να αποκλείει την παρουσία Κουνελιού.

Αν και οπωσδήποτε υπάρχει κάποια μορφολογική ομοιότητα με το Αγριοκούνελο, ο Λαγός είναι πολύ διαφορετικό ζώο: το μέγεθός του είναι κατά κανόνα πολύ μεγαλύτερο και τ’ αυτιά του μισή φορά μακρύτερα από του Αγριοκούνελου, με μαύρες άκρες. Ενώ το μήκος του λαγού κυμαίνεται από 0,48 ως 0,67 μ. και το βάρος του από 2,5 ως 6,5 χιλιόγραμμα, το Αγριοκούνελο δεν ξεπερνά τα 0,34-45 μ. και τα 1,3-2,2 χιλιόγραμμα αντίστοιχα. Ακόμα τα 2 ζώα έχουν απολύτως διαφορετικό τρόπο ζωής: ο Λαγός δεν σκάβει συνήθως υπόγεια καταφύγια, αλλά «γιατάκι» (μικρό, ρηχό βαθούλωμα στο έδαφος), αναπαύεται και γεννά κρυμμένος μέσα σε πυκνή βλάστηση, δεν είναι κοινωνικός όπως το Αγριοκούνελο, αλλά μοναχικό ζώο, που βγαίνει για βοσκή το βράδυ. Για την άμυνά του στηρίζεται τόσο στο καμουφλάζ, λουφάζοντας ακίνητος πάνω στο έδαφος, όσο και στη φυγή, αφού είναι ικανός να αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα, αλλάζοντας συνεχώς κατεύθυνση- με οπτική γωνία 80° μπορεί να παρακολουθεί συνέχεια το διώκτη του. Όταν τρομάζει, βγάζει μια χαρακτηριστική κραυγή. Οι λαγοί ζευγαρώνουν συνήθως στις αρχές της άνοιξης, το Μάρτιο και τον Απρίλιο. Κάθε θηλυκό γεννά 2 ή και 3 φορές το χρόνο, από 1 μέχρι 5 μικρά (συνήθως 2). Εκτός από τούς φυσικούς του θηρευτές, από τους οποίους εν πάση περιπτώσει μπορεί να ξεφύγει ευκολότερα από το Αγριοκούνελο, ο Λαγός αντιμετωπίζει κινδύνους και πρόσθετες πιέσεις από ανθρωπογενή αίτια, τόσο άμεσα (κυνήγι) όσο και έμμεσα (καταστροφή και υποβάθμιση βιοτόπων, επέκταση εντατικοποιημένων καλλιεργειών, καταστροφή των καταφυγίων του), καθώς και μια σειρά ασθένειες, όπως η κοκκιδίαση, που συνήθως πλήττει τους πληθυσμούς των λαγών προς το τέλος τον καλοκαιριού. Αν και ορισμένα άτομα αναπτύσσουν ανοσία, δεν παύουν να είναι φορείς της ασθένειας, που πλήττει τις επόμενες γενεές.

Τρωκτικά

Η μεγαλύτερη σε αριθμό τάξη Θηλαστικών, με κύριο χαρακτηριστικό την παρουσία 2 κοπτήρων στην άνω και 2 στην κάτω σταγόνα, που ακολουθούνται από κενό στη θέση των κυνοδόντων. Οι κοπτήρες αυξάνονται αδιάκοπα, όσο το ζώο είναι ζωντανό, και φθείρονται από τη χρήση. Αν και τα περισσότερα τρωκτικά, με εξαίρεση τα είδη του γένους Spalax, που δεν πρέπει να συγχέονται με τούς εντομοφάγους τυφλοπόντικες, βλέπουν πολύ καλά και ακούν ακόμα καλύτερα, διαθέτουν εξαιρετικά ανεπτυγμένα χημειοαισθητήρια, και δεν θα ήταν υπερβολή, αν λέγαμε ότι «ζουν σ’ ένα κόσμο οσμών». Εκπρόσωποι αυτής της τάξης συναντώνται σε όλες τις κλιματικές ζώνες της γης, με μικρότερο ένα συγγενή του Σπιτικού Ποντικιού, το αφρικανικό Musminutoides (0,5 μ., 5-6 γραμ.), και μεγαλύτερο το νοτιοαμερικανικό καπυμπάρα ((1,2 μ., πάνω από 45 κιλά).

  33_ar15_6

Σπιτικό Ποντίκι (Mus musculus domesticus ή Mus domesticus).Το γνωστότερο ίσως και σίγουρα το πιο συνηθισμένο θηλαστικό στις Κυκλάδες, όπου φαίνεται ότι υπάρχει σ’ όλα τα νησιά και τα ερημονήσια και μεταφέρεται με τη βοήθεια τον ανθρώπου. Μετανάστευσε από την περιοχή του Πακιστάν, στην αρχή μόνο του και στη συνέχεια με τη βοήθεια του ανθρώπου, και η κατανομή του εξαπλώθηκε στο μεγαλύτερο τμήμα του πλανήτη. Ήδη κατά τη διάρκεια της 11ης χιλιετίας π.Χ. είχε φτάσει στο Ισραήλ, την 7η χιλιετία στη Μ. Ασία και τη 2η στην Αίγυπτο και στη Δ. Ευρώπη. Εξαιρετικά ποικιλόμορφο ζώο, που μπορεί να έχει όλες τις αποχρώσεις του γκρίζου και ταυ καφέ χρώματος. Το ίδιο ποικίλλουν ο τρόπος ζωής και οι συνήθειές του, ανάλογα με την περιοχή και τις συνθήκες που επικρατούν και σίγουρα ανάλογα με την ανθρώπινη παρουσία (μια από τις προτεινόμενες ονομασίες είναι domesticus). Τουλάχιστο 7 διαφορετικές μορφές έχουν περιγραφεί από τους επιστήμονες, με βάση δείγματα από την Ευρώπη, και 5 από αυτές έχουν θεωρηθεί ότι διαφέρουν αρκετά, ώστε να αποτελούν ξεχωριστά είδη. Τα ποντίκια που ζουν κοντά στον άνθρωπο είναι παμφάγα και αναπαράγονται όλο το χρόνο, ενώ οι πληθυσμοί που ζουν στη φύση (σε καλλιεργημένες εκτάσεις, μεσογειακή θαμνώδη βλάστηση μακία ή, σπανιότερα, αραιά δάση) τρέφονται κυρίως με σπόρους από φυτά, καλλιεργημένα και μη, καθώς και με έντομα, και ζευγαρώνουν από το Μάρτιο ως τον Οκτώβριο. Σε κάθε γέννα, ύστερα από εγκυμοσύνη περίπου 20 ημερών, είναι δυνατόν να γεννηθούν 4-8 μικρά, που ενηλικιώνονται ύστερα από 35-40 ημέρες.

33_ar15_5

Αρουραίος (Rattus rattus).Μαζί με το Ποντίκι ο Αρουραίος είναι το πιο διαδεδομένο θηλαστικό στις Κυκλάδες, όπου έχει μεταφερθεί από τον άνθρωπο (αφθονεί στα αμπάρια των καραβιών!), σε πολλά ερημονήσια και σκοπέλους, και φαίνεται ότι, όπως και το Ποντίκι, μεταναστεύει, αποικίζοντας όλο και περισσότερες περιοχές μέσα σε πόλεις ή και στην ύπαιθρο. Όπως και στην περίπτωση του Ποντικιού, ο χρωματισμός ποικίλλει εξαιρετικά, και υπάρχουν δείγματα σε όλες τις αποχρώσεις του καφέ, του γκρίζου και του μαύρου χρώματος. Μολονότι κατάγεται μάλλον από την Ινδία, ο Αρουραίος έχει επεκτείνει την κατανομή του διαμέσου των   κλασικών εμπορικών διαδρομών του ανθρώπου, και ήδη κατά την προϊστορική περίοδο ήταν ευρύτατα διαδεδομένος. Σήμερα είναι πολυπληθής στις μεσογειακές χώρες, αλλά όσο προχωρούμε προς τη Β. Ευρώπη, γίνεται σπανιότερος.

Ο Αρουραίος που ζει κοντά στον άνθρωπο είναι παμφάγος, αλλά γενικότερα το είδος αυτό δείχνει έντονη τάση να τρέφεται με φυτική τροφή, και κυρίως καρπούς, ιδίως όταν ζει στην ύπαιθρο, σε καλλιεργημένες περιοχές (συχνά μακριά από οικισμούς). Ορισμένοι πληθυσμοί που ζουν στην ύπαιθρο, στις Κυκλάδες, τρέφονται με καρπούς (συχνά χαρούπια) και ζουν στα δέντρα. Ορισμένοι επιστήμονες κατατάσσουν αυτούς τούς πληθυσμούς σε ξεχωριστό είδος, το Rattusfrugivorus.

33_ar15_7

Αρμύλαγος (Dryomysnitedula). Μικρόσωμος και δενδρόβιος, ο Αρμύλαγος δεν παρατηρείται εύκολα και είναι από τα λιγότερο γνωστά Θηλαστικά στις Κυκλάδες. Φαίνεται ότι υπάρχει μόνο στην Άνδρο. Το σώμα του δεν ξεπερνά σε μήκος τα 0,8-13 μ. και η ουρά του τα 0,8-9 μ. Η μαύρη μάσκα γύρω από τα μάτια είναι το πιο έντονο χαρακτηριστικό του και διακρίνεται καθαρά σαν το μοναδικό σημάδι στο μονόχρωμο σώμα του, του μπορεί να ποικίλλει σε απόχρωση από ανοιχτό γκρίζο μέχρι καφεκόκκινο. Η ουρά καλύπτεται ολόκληρη από πυκνό τρίχωμα. Συναντάται σε δάση φυλλοβόλων και θαμνότοπους από την Πολωνία και τις Άλπεις μέχρι την Ινδία και τη Δ. Κίνα. Φτιάχνει μια σφιχτοπλεγμένη, στέρεη φωλιά από κλαδιά, στις κορυφές των δέντρων, αλλά και ανάμεσα στα φυλλώματα πυκνών θάμνων. Τρώει φυτική τροφή σε πολύ μεγάλο ποσοστό. Σε πολλές περιοχές της ευρύτερης κατανομής του πέφτει σε νάρκη το χειμώνα, αλλά δεν έχει εξακριβωθεί το ίδιο και για τούς πληθυσμούς της Άνδρου.

33_ar15_8Αρασκός (Glisglis). Ο Αρασκός είναι αρκετά διαδεδομένο, δενδρόβιο ζώο, που όμως παρατηρείται δύσκολα και συνήθως τυχαία, καθώς δραστηριοποιείται τη νύχτα. Μοιάζει αρκετά με το προηγούμενο είδος, είναι όμως αισθητά μεγαλύτερος, και η μαύρη μάσκα του περιορίζεται σε έναν δακτύλιο γύρω από τα μάτια. Το χρώμα του, ενιαίο γκρίζο από πάνω και καθαρό λευκό από κάτω, σπάνια ποικίλλει, περιλαμβάνοντας καφεκίτρινους τόνους ή σχηματίζοντας σε ορισμένα δείγματα πιο σκοτεινόχρωμη ράβδωση κατά μήκος της ράχης. Το σώμα του έχει μήκος 0,13-19 μ. και η ουρά 0,11-15 μ. Ζυγίζει 70-200 γρ. και, πριν πέσει σε νάρκη, φτάνει τα 300 γρ. Από τις Κυκλάδες ο Αρασκός έχει παρατηρηθεί μόνο στην Άνδρο, όπου αποκλειστικά και το όνομα με την αρχαιοελληνική προέλευση (Αρασκός = ορεσκώος = ορεσίβιος, βουνήσιος, άγριος). Βρίσκεται επίσης στο μεγαλύτερο τμήμα της ηπειρωτικής Ελλάδας και στην Κρήτη, στο μεγαλύτερο τμήμα της κεντρικής, ανατολικής και νότιας Ευρώπης, απουσιάζοντας από την Ιβηρική χερσόνησο (εκτός από το βορειότερό της άκρο). Έχει εισαχθεί σε περιορισμένη έκταση βορειοδυτικά του Λονδίνου. Έξω από τα όρια της Ευρώπης συναντάται στη Ρωσία, στη Μ. Ασία, καθώς και σε περιοχές της Μέσης Ανατολής. Αποκλειστικά νυκτόβιος, προτιμά δάση φυλλοβόλων, θαμνότοπους, κήπους και μποστάνια∙ σπανιότερα βρίσκεται σε δάση κωνοφόρων. Θορυβώδης, βγάζει κραυγές σε διάφορους τόνους, ιδίως όταν τρομάξει. Αποτελεί συχνά λεία διαφόρων ειδών κουκουβάγιας. Η χειμερινή φωλιά, στην οποία αποσύρεται και πέφτει σε νάρκη, βρίσκεται σχετικά χαμηλά πάνω σε δέντρα ή ανάμεσα σε θάμνους, σε σχισμές του φλοιού ή ακόμα και στο έδαφος, ενώ η καλοκαιρινή του φωλιά, αντίθετα, χτίζεται από τον ίδιο ψηλά, ανάμεσα στα φυλλώματα των δέντρων, σε διχάλες και τρύπες. Πέφτει σε νάρκη από τον Οκτώβριο ως τον Απρίλιο. Τρώει κυρίως φυτική τροφή: φρούτα, σπόρους, καρύδια, φουντούκια, φλοιό δέντρων (θεωρείται, και αυτός, ότι προξενεί ζημιές στα καρύδια και στα αμύγδαλα, αν και εδώ υπεύθυνος είναι συχνά ο Αρουραίος). Ανάλογα με την περιοχή και την εποχή, τρέφεται και με ζωική τροφή σε ποσοστά που ποικίλλουν: αλλού είναι σχεδόν αποκλειστικά φυτοφάγος και αλλού κυνηγάει συστηματικά νεοσσούς, μικρά πουλιά και έντομα. Παχαίνει πολύ, συγκεντρώνοντας λίπος για το χειμώνα, και το φθινόπωρο, πριν πέσει σε νάρκη, δίνει την εντύπωση ότι είναι ογκωδέστερος από όσο συνήθως. Στις αρχές Αυγούστου τα θηλυκά γεννούν 4-5 γυμνά και τυφλά μικρά, που ανοίγουν τα μάτια τους ύστερα από 21 μέρες, αλλά συνεχίζουν να θηλάζουν για 1 βδομάδα ακόμα. Η εγκυμοσύνη διαρκεί 4½ βδομάδες περίπου. Ο Αρασκός ζει 6-7 χρόνια. Οι αρχαίοι Ρωμαίοι θεωρούσαν αυτό το ζώο περιζήτητη και πανάκριβη λιχουδιά. Έτρεφαν πολλούς αρασκούς σε μεγάλα κλουβιά, για να τους μεταφέρουν αργότερα σε μικρότερα κλουβιά ή κιούπια (gliraria, από τη λατινική ονομασία του ζώου Glis), και εκεί να τους παχύνουν συστηματικά, με βελανίδια ή κάστανα. Όταν έφταναν στο επιθυμητό βάρος, τους σκότωναν και τους έτρωγαν, όπως θα έτρωγε κανείς την πιο περιζήτητη και εύγευστη λιχουδιά, που μπορεί να διαθέτει το τραπέζι των καλοφαγάδων. Ακόμα και σήμερα είναι γνωστός στην Αγγλία ως Fat ή και EdibleDormouse.

Σαρκοφάγα

Χαρακτηριστικό όλων των ζώων που ανήκουν σ’ αυτή την τάξη, είναι η ύπαρξη ανεπτυγμένων κυνοδόντων, κατάλληλων για να συγκρατούν τη λεία και να ξεσκίζουν τις σάρκες. Τα σαρκοφάγα χωρίζονται σε 2 μεγάλες κατηγορίες: τα πτερυγιόποδα (με άκρα σαν πτερύγια: φώκιες, ωταρίες, θαλάσσιοι λέοντες και θαλάσσιοι ελέφαντες) και τα σχιστόποδα (όλα τα γνωστά χερσαία σαρκοφάγα, από το λύκο και το σκύλο μέχρι τις αρκούδες).

33_ar15_9

Ασβός (Melesmeles).Άλλα ονόματα: Έσβος, Άρκαλος, Τσακάλι (στην Τήνο), Άζος (από όπου τα Αζίδι, Αζίδα, Ατσίδα). Πολύ διαδεδομένος στην ηπειρωτική Ελλάδα, ο Ασβός έχει πολύ περιορισμένη κατανομή στις Κυκλάδες. Υπάρχει σίγουρα στην Τήνο∙ έχουμε ωστόσο και αναφορές από την Άνδρο και τη Σίφνο. Η αναγνώρισή του είναι εύκολη, αν και δύσκολα θα συναντήσει κανείς το ίδιο το ζώο. Πολύ μεγαλύτερος από την Ατσίδα, που δεν υπάρχει στη Τήνο, αλλά αφθονεί στα περισσότερα από τα άλλα νησιά, ξεχωρίζει από το ανοιχτόχρωμο επάνω μέρος του σώματος, που έρχεται σε αντίθεση με το σκούρο, σχεδόν μαύρο κάτω μέρος. Το ραβδωτό ασπρόμαυρο κεφάλι είναι χαρακτηριστικό. Ολικό μήκος 0,65-90 μ. βάρος 6-17 κιλά.

Μετακινείται και ψάχνει για τροφή κατά τη διάρκεια της νύχτας, αφήνοντας χαρακτηριστικά ίχνη (στρέφονται κάπως προς τα μέσα, έχουν τουλάχιστο ίσο πλάτος και μήκος, και τα 5 δάχτυλα διακρίνονται καθαρά). Από αυτά τα ίχνη, αλλά και από τρίχες, που αφήνει π.χ. πάνω στα συρματοπλέγματα των χωραφιών, διαπιστώνεται η παρουσία του σε ορισμένη περιοχή. Σπάνια τον συναντά κανείς τη μέρα, συχνότερα το σούρουπο. Το ίδιο χαρακτηριστική με την εμφάνιση και τα ίχνη είναι η φωλιά του, μεγάλη, απλή ή σύνθετη στοά, που μπορεί να είναι πολύ παλιά και να διαθέτει αρκετές εξόδους (διαμέτρου 0,20-50 μ.), αλλά χαρακτηριστικές είναι και οι «υπαίθριες τουαλέτες» κοντά στη φωλιά: μικρές τρύπες στο χώμα, όπου εναποτίθενται περιττώματα. Υπάρχει χαρακτηριστικά μεγάλη ποσότητα χώματος κάτω από την έξοδο της φωλιάς. Παμφάγος ο Ασβός, τρώει σχεδόν ό,τι συναντήσει στις νυχτερινές του εξορμήσεις, όπως και ο Σκαντζόχοιρος: φυτικές τροφές (δημητριακά, φρούτα, καρύδια, σπόροι) και διάφορα ζώα (από έντομα και σαλιγκάρια μέχρι κουνέλια, νεοσσοί και πτώματα) περιλαμβάνονται στο διαιτολόγιό του. Αρκετά κοινωνικό ζώο, ο Ασβός περιορίζει τις δραστηριότητές του το χειμώνα, αλλά δεν πέφτει σε πραγματική νάρκη. 1-4 μικρά γεννιώνται προς το τέλος του χειμώνα, ύστερα από παρατεταμένη εγκυμοσύνη (παρεμβάλλονται περίοδοι που τα έμβρυα δεν αναπτύσσονται). Τα μικρά μένουν κοντά στη μητέρα τους ως και 1 χρόνο μετά τη γέννησή τους.

33_ar15_10Ατσίδα (Martesfoina). Άλλα ονόματα: Ατσίδι (Σύρος, Νάξος), Αζίδα (Χίος), Αίτουλας, Αιτούλακας (Άνδρος), Ζουρίδα, Ζουριά (Κάρπαθος), Νυφίτσα, Νυφίτζα, Μαρτούριον (ιταλ. martoro), Ζερδαβάς (τουρκ.zerdeva), Καλοσυντεκνάρια (Κρήτη), Ποντικονυφίτσα (Σάμος). Η Ατσίδα, όπως λένε το Κουνάβι οι Κυκλαδίτες, συναντάται στα περισσότερα από τα μεγαλύτερα νησιά του Αιγαίου. Είναι ιδιαίτερα πολυπληθής στην Άνδρο, αλλά απουσιάζει από την Τήνο, όπου υπάρχει ο Ασβός.

Μικρότερη από τον Ασβό, αλλά και από τις γάτες που υπάρχουν σε άγρια κατάσταση στις Κυκλάδες, η Ατσίδα έχει μήκος 0,42-48 μ. και βάρος 1-2 κιλά. Ξεχωρίζει από το ενιαίο, σκούρο καφετί χρώμα, που διακόπτεται από ανοιχτότερη ή λευκή κηλίδα ποικίλης έκτασης στο θώρακα∙ αυτή η κηλίδα μπορεί να είναι πολύ περιορισμένη ή και να λείπει τελείως (συχνότερα σε ορισμένα, όχι όλα, τα δείγματα από την Κρήτη). Πολλά νεκρά δείγματα ξασπρίζουν σύντομα από το φως του ήλιου στο επάνω μέρος του σώματος.

Η Ατσίδα δραστηριοποιείται συνήθως κατά τη διάρκεια της νύχτας. Όσο περισσότερο καταδιώκεται σε μια περιοχή, τόσο πιο νυχτόβιες συνήθειες αποκτά. Στη διάρκεια της νύχτας επίσης ακούγεται και η χαρακτηριστική, δυνατή κραυγή της. Τρέφεται με οποιοδήποτε μικρόσωμο πλάσμα μπορέσει να σκοτώσει, αλλά το διαιτολόγιό της αποτελείται σε πολύ μεγάλο ποσοστό από ποντίκια, ενώ το φθινόπωρο τρώει συχνότερα φυτική τροφή. Εναποθέτει χαρακτηριστικά τα περιττώματά της σε εμφανή σημεία, πάνω σε πετρότοιχους ή βράχους.

Φωλιάζει σε σχισμές βράχων και ανοίγματα του εδάφους ή ανάμεσα σε πέτρες, πολύ συχνά μέσα σε χωριά και σε πόλεις (κυρίως, αλλά όχι απαραίτητα, σε εγκαταλελειμμένα κτίρια), όπως η Χώρα της Άνδρου ή η Ερμούπολη της Σύρας (Χαραυγή). Αφού κυκλοφορεί τη νύχτα, η παρουσία της περνά συνήθως απαρατήρητη, αν και στις Κυκλάδες (Άνδρος, Σύρος, Σέριφος, Κύθνος, Νάξος, Θήρα) αναπτύσσεται συχνά σε μεγάλους πληθυσμούς και φαίνεται ότι ευνοείται από τις κατοικημένες περιοχές και τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Εκτός από τις Κυκλάδες, έχει ευρύτατη κατανομή σε όλη την Ελλάδα. Αν και κινείται κυρίως επάνω στο έδαφος, σκαρφαλώνει πολύ επιδέξια και κυνηγάει το ίδιο αποτελεσματικά επάνω στις στέγες ή στα δέντρα. Ζευγαρώνει αργά το καλοκαίρι, αλλά γεννά την επόμενη άνοιξη. Τα μικρά μένουν κοντά στη μητέρα τους 4-7 μήνες.

33_ar15_11Μεσογειακή Φώκια (Monachusmonachus). Η Μεσογειακή Φώκια είναι από τα σπανιότερα και περισσότερο απειλούμενα είδη Θηλαστικών σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Κατά την ημερομηνία που γράφεται το κείμενο αυτό (Απρίλιος 1994) οι τελευταίοι υπολογισμοί (Cebrian 1994) φέρουν το συνολικό πληθυσμό της σε εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο: 385-505 άτομα επιβιώνουν, ενώ στην ευρύτερη περιοχή Ελλάδας-Τουρκίας-Κύπρου-Λιβύης υπάρχουν 120-250 άτομα. Με αυτά τα δεδομένα, μόνο συντονισμένες και αποφασιστικές προσπάθειες θα μπορούσαν να σώσουν το είδος από την εξαφάνιση. Οι ενδεδειγμένες ενέργειες ως σήμερα είναι μάλλον περιορισμένες γεωγραφικά (στο Ιόνιο και στις Σποράδες, για παράδειγμα), και δεν είναι εύκολο να επεκταθούν, ούτε να εφαρμοστεί η ίδια στρατηγική προστασίας σε ολόκληρη τη θαλάσσια περιοχή, με δεδομένα βέβαια τα προβλήματα παρακολούθησης και επιτήρησης.

Στην Ελλάδα η Φώκια άλλοτε δεν ήταν σπάνια. Ως τα μέσα αυτού του αιώνα υπήρχαν σημαντικοί πληθυσμοί της στα νησιά του Ιονίου, στον Κορινθιακό κόλπο, στις ακτές της Πελοποννήσου, της Α. Ελλάδας, στην Κρήτη, στην Εύβοια, στις Κυκλάδες, στο βόρειο και στο ανατολικό Αιγαίο. Στη συστηματική καταγραφή του Marchessaux και του Duguy, 1974-1976, μόνο γύρω από τη Σύρα είχαν παρατηρηθεί τουλάχιστο 15 άτομα, όταν ο συνολικός πληθυσμός των Κυκλάδων υπολογιζόταν γύρω στα 70-90 άτομα. Ωστόσο από τότε, εποχή των πρώτων καταγραφών, έχουν αλλάξει πολλά. Φαίνεται ότι οι απαισιόδοξοι υπολογισμοί του Goedicke, ο οποίος προέβλεψε συνολική μείωση μέσα στη δεκαετία του ’80, με πολλές εξαφανίσεις τοπικών πληθυσμών μέσα στη δεκαετία του ’90, δεν απέχουν πάρα πολύ από τη σημερινή πραγματικότητα. Με αυτά τα δεδομένα η Μεσογειακή Φώκια είναι το περισσότερο απειλούμενο θηλαστικό της Ευρώπης, που πιθανότατα θα ξεπεράσει τα όρια επιβίωσης μέσα στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Η Μεσογειακή Φώκια είναι μεγαλόσωμο ζώο, που μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 3,80 μ., συνήθως όμως κυμαίνεται γύρω στα 2,20 μ. και ζυγίζει μέχρι 230 κιλά. Τα νεογέννητα έχουν μήκος γύρω στο 1 μ. και βάρος 10-20 κιλά. Ο χρωματισμός ποικίλλει σημαντικά από άτομο σε άτομο. Αν και δεν υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, τα αρσενικά τείνουν να είναι σκουρότερα και τα θηλυκά φέρουν συχνά λευκές ή κιτρινωπές κηλίδες στο κάτω μέρος του σώματος. Ο βασικός χρωματισμός μπορεί να είναι καφέ, μαύρος, ασημόχρωμος ή γκρίζος, με ή χωρίς ανοιχτότερες κηλίδες στο κάτω μέρος του σώματος. Έχουν όμως βρεθεί και ολόλευκα, καθώς και ολόμαυρα άτομα.

Η Μεσογειακή Φώκια τρέφεται με ψάρια, χταπόδια και αστακούς. Οι ψαράδες τη θεωρούσαν από παλιά «ανταγωνιστή» τους, και η στάση που κρατούσαν απέναντί της ήταν από αδιάφορη μέχρι εχθρική. Στη σημερινή εποχή κανένα πρόγραμμα προστασίας αυτού του ζώου δεν μπορεί να αποκλείει τη συμμετοχή των ψαράδων, που έρχονται άμεσα σε επαφή με τους πληθυσμούς και τα καταφύγια της Μεσογειακής Φώκιας. Οι πιέσεις έχουν αναμφισβήτητα αυξηθεί και, ειδικά στο χώρο των Κυκλάδων, οι Φώκιες αρχίζουν να παρατηρούνται όλο και σπανιότερα. Ύστερα από κυοφορία 11 μηνών, η θηλυκιά Μεσογειακή Φώκια γεννά 1 μικρό κάθε 2 χρόνια και το θηλάζει επί 6 βδομάδες. Οι περισσότερες γέννες σημειώνονται το Σεπτέμβριο ή τον Οκτώβριο. Η διάρκεια ζωής της Μεσογειακής Φώκιας υπολογίζεται σε 30-35 χρόνια.

Μηρυκαστικά

Φυτοφάγα με κοινό γνώρισμα το μηρυκασμό, από όπου και το όνομά τους. Πρόκειται για ασυνήθιστο τρόπο πέψης της τροφής, οφειλόμενο στην ιδιομορφία του πεπτικού συστήματός τους: το στομάχι αποτελείται από 4 κοιλότητες, 1 μεγάλη και 3 μικρότερες, που επιτρέπουν στα ζώα να φέρουν πίσω την τροφή, από το στομάχι στο στόμα, σε μορφή μικρών βώλων, και να την αναμασούν. Στα μηρυκαστικά ανήκουν ορισμένα από τα γνωστότερα κατοικίδια: οι αγελάδες, οι βούβαλοι, οι γίδες και τα πρόβατα.

33_ar15_12

Αίγαγρος της Ερημομήλου (Capraaegagruspictus). Ενδημικό υποείδος, που υπάρχει μόνο στην Ερημόμηλο (Αντίμηλο) και συγγενεύει με το Αγρίμι ή Αίγαγρο της Κρήτης (C. α. cretica). Και τα 2 ελληνικά υποείδη μοιάζουν μεταξύ τους, αλλά το υποείδος των Κυκλάδων χαρακτηρίζεται από καφεκόκκινο χρώμα, ιδίως το θηλυκό, και έντονα τα μαύρα σημεία του σώματος (ράχη, μπροστινά μέρη ποδιών και ώμων, γένι και επάνω μέρος της ουράς). Ο Αίγαγρος της Ερημομήλου ήταν γνωστός την εποχή τουErhard, ο οποίος στο έργο του FaunaderCykladen επιχειρεί διαφοροποίηση του ζώου αυτού από το Αγρίμι της Κρήτης, κυρίως λόγω της απόκλισης και της μορφής των εξογκωμάτων στα κέρατα (αλλά και στο σχήμα των γενειών του αρσενικού). Ωστόσο ο χρωματισμός του τριχώματος των ζώων δεν αποτελεί, μόνος του στοιχείο διαφοροποίησης, αφού μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με το φύλο και την ηλικία. Ο Erhard είχε προτείνει γι’ αυτό το ζώο την ονομασία Aegoceruspictus.

Σήμερα οι Αίγαγροι της Ερημομήλου προστατεύονται, και δεν φαίνεται τουλάχιστο στα άμεσο μέλλον να απειλούνται με εξαφάνιση, μολονότι οι συνθήκες πάνω στο νησί, με την έλλειψη επιφανειακών υδάτων, δεν είναι οι ευνοϊκότερες. Μεγαλύτερος κίνδυνος φαίνεται να προέρχεται από την επιμιξία με τα κατσίκια, και πραγματικά έχουν εκφραστεί αμφιβολίες για τη γενετική καθαρότητα, ακόμα και για την ίδια την ταυτότητα των ζώων αυτών. Η απόκλιση των κεράτων και ο χρωματισμός είναι άμεσοι δείκτες της ιδιαιτερότητας του κάθε δείγματος. Το Δασαρχείο, αλλά και οι κάτοικοι της Μήλου, έχουν εδώ και χρόνια κάνει σημαντικές προσπάθειες στην κατεύθυνση της προστασίας των Αιγάγρων.

Ο Αίγαγρος αποτελεί πρόγονο της σημερινής κατοικίδιας κατσίκας και μοιάζει σε πολλά με αυτή. Ενδιάμεσες μορφές ήταν και είναι διαδεδομένες σ’ όλο το χώρο της Μεσογείου, ιδίως στα ελληνικά νησιά, αλλά σήμερα αποδεικνύεται ότι σ’ αυτά τα ζώα σημειώνεται τόσα μεγάλος βαθμός επιμιξίας, ώστε να μη θεωρούνται είδη της άγριας πανίδας. Εξαίρεση αποτελεί το Κρι-Κρι της Κρήτης (Capraaegagruscretica). Ορισμένοι πληθυσμοί σε μερικά νησιά φαίνεται ότι έχουν εισαχθεί από την Κρήτη και αλλού (το είδος συναντάται επίσης στη νοτιοδυτική Μ. Ασία) ήδη από την εποχή των αρχαίων Ελλήνων. Οι Αίγαγροι ζουν σε ομάδες, στις οποίες τα αρσενικά κάνουν έντονη την παρουσία τους την εποχή του ζευγαρώματος, αργά το φθινόπωρο και το χειμώνα. Τρέφονται με μεγάλη ποικιλία φυτών, είτε βόσκοντας είτε κόβοντας φύλλα και βλαστούς από τα δέντρα, στηριγμένοι στα πίσω πόδια και σε όρθια στάση, όπως οι κατσίκες. Στην Ερημόμηλο υπάρχει σήμερα ένας πληθυσμός Αιγάγρων, που αποτελείται από 400-500 άτομα. Ο πληθυσμός αυτός θεωρείται ότι ανήκει στο υποείδος Capraaegagruspictus, που δεν συναντάται πουθενά αλλού. Τα περισσότερα από τα άτομα, παν ανήκουν στον πληθυσμό αυτό, παρουσιάζουν λιγότερο ή περισσότερο εμφανή σημάδια υβριδισμού με κατοικίδιες κατσίκες, πρόβλημα που χαρακτηρίζει συνολικά τους πληθυσμούς των ελληνικών αιγάγρων και, για υα περιοριστεί, θα έπρεπε να σκοτωθούν όλα τα υβρίδια και τα κατοικίδια κατσίκια που υπάρχουν πάνω στην Ερημόμηλο. Θα έπρεπε επίσης να προστατευθεί αποτελεσματικά ολόκληρο το νησί, με ανακήρυξή του σε εθνικό δρυμό, και να διατηρηθεί ο πληθυσμός των αιγάγρων σε επίπεδα που δεν αγγίζουν τα όρια του τεχνητού υπερπληθυσμού εξαιτίας συμπληρωματικής τροφής (Σφουγγάρης 1990).

33_ar15_13Κατοικίδια

Εκτός από τα είδη που ζουν στην ύπαιθρο στις Κυκλάδες σε άγρια κατάσταση, υπάρχουν κατοικίδια, που συναντώνται σε ορισμένα νησιά σαν πολύ παλιές, συχνά μικρόσωμες, ράτσες. Σήμερα οι περισσότερες από αυτές έχουν ήδη εκλείψει ή τείνουν υα εξαφανιστούν, και επιβάλλεται η προστασία τους. Οι ράτσες αυτές είναι αποτέλεσμα αιώνων προσαρμογής στις άνυδρες, αφιλόξενες περιοχές των νησιών, όπου τα ζώα αυτά έπρεπε να επιβιώσουν και να αποδώσουν, εκμεταλλευόμενα τις εξαιρετικά υποβαθμισμένες τροφικές πηγές, ή να ανεχθούν αντίξοες περιβαλλοντικές συνθήκες, με κυριότερο πρόβλημα την έλλειψη επιφανειακών υδάτων. Σύντροφοι των νησιωτών σε μακροχρόνιες, δυσμενείς περιόδους, τα κατοικίδια των Κυκλάδων έφτασαν ως τις μέρες μας, για να εκτοπιστούν από τα τροχοφόρα, τις βελτιωμένες ράτσες εισαγωγής, αλλά και την εντατικοποίηση της αγροτικής παραγωγής∙ και αυτό, όταν ακόμα και το επάγγελμα του κτηνοτρόφου εγκαταλείπεται σε νησιά όπως η Σύρα. Το συριανό μπράκ, το τζιώτικο γουρούνι, ο συριανός γάιδαρος και η τηνιακή αγελάδα, όπως ήταν γνωστά στην καθημερινή ομιλία των νησιωτών, σύντομα θα εξαφανιστούν, αν δεν υπάρξουν πυρήνες αναπαραγωγής τους. Σ’ αυτά μπορούν να προστεθούν ζώα που κατά περιόδους έχουν εισαχθεί στα νησιά, διατηρήθηκαν για κάποια περίοδο και μετά παρήκμασαν, όπως τα ουγγαρέζικα άλογα «βαρείας ελάσεως» και τα «καματερά» βουβάλια (στη Σύρα), ακόμα και τα νοτιοαμερικανικά λάμα (στη Γυάρο). Γάτες, κατσίκες, γουρούνια και κουνέλια υπάρχουν σήμερα σε άγρια κατάσταση σε πολλά νησιά και ερημονήσια των Κυκλάδων (Γυάρος, Γαϊδουρονήσι, Ρήνεια κ.α.), και συχνά οι πληθυσμοί αυτοί είναι αποτέλεσμα παλαιών εισαγωγών (στην περίπτωση των γάτων και των κουνελιών μπορεί οι πληθυσμοί αυτοί να προέρχονται από εισαγωγές, που έγιναν πριν από αιώνες, αλλά ενδυναμώνονται και από επανειλημμένες «εισροές νέου αίματος»). Σε πολλές περιοχές, όπως στο Σα-Μιχάλη της Σύρας, αλλά και σε ολόκληρα νησιά, όπως η Γυάρος, οι κάτοικοι εγκαταλείποντας (σταδιακά στην πρώτη περίπτωση, αιφνίδια στη δεύτερη) τις κατοικίες τους, απελευθέρωσαν τα ζώα, αφήνοντάς τα στην τύχη τους και δημιουργώντας έτσι ένα καινούργιο πληθυσμό στη φύση. Αλλού, όπως στη Γραμβούσα, οι κάτοικοι εγκατέλειπαν συστηματικά τα ζώα τους, όταν γερνούσαν, για να μην τα σκοτώσουν. Έτσι ονομάστηκαν Γαϊδουρονήσια πολλά από τα ερημονήσια, που φέρουν αυτό το όνομα (ίσως εδώ θα έπρεπε να προστεθεί η πληροφορία ότι οι κάτοικοι των νησιών σκότωναν ή εγκατέλειπαν τα γέρικα ζώα σε ορισμένα σημεία, όπως τα Λαζαρέτα στη Σύρα). Ελάχιστες αγελάδες της ράτσας της Τήνου σώζονται σήμερα, αφού αυτή έχει εκτοπιστεί από βελτιωμένες ράτσες, που εκτρέφονται συστηματικά σε όλη την Ελλάδα. Ιδιόμορφη ράτσα, που φαίνεται ότι προέρχεται από διασταύρωση της Schwitz με ρωσική, η τηνιακιά αγελάδα θυμίζει σε ορισμένα μορφολογικά χαρακτηριστικά της την ινδική Ζεβού. Παρά το γεγονός ότι η διατροφή των ζώων αυτών ήταν φτωχή, η απόδοσή τούς ήταν πολύ ικανοποιητική, με γαλακτοπαραγωγή που έφτανε τα 1.000 κιλά το χρόνο και περιεκτικότητα σε λίπος 5,20%. Το ύψος των ζώων της τηνιακής ράτσας είναι 1,18-1,36 μ. και το βάρος 325-340 κιλά, ενώ το χρώμα τους είναι ξανθό, πυρρόξανθο ή αργυρόξανθο. Οι ταύροι (μπουγάδες∙ μπουγάς, μπουγαδί, κατά τους Τηνιακούς και τους Συριανούς) εκτρέφονταν για πάχυνση. Αρκετές τοπικές ράτσες αγελάδων υπήρχαν στο παρελθόν στα νησιά των Σποράδων — όπου ελάχιστα δείγματα σώζονται σήμερα, — αλλά και στη Γαύδο. Τα ζώα αυτά ήταν καφεκόκκινα ή ασπρουδερά, ενώ οι ταύροι ήταν λευκοί με ποικίλης έκτασης γκρίζα απόχρωση στο κεφάλι και στον τράχηλο. Τα κέρατά τους είχαν σχήμα δρεπανιού και ήταν μεγαλύτερα από εκείνα των ταύρων που ανήκαν σε φυλές των Κυκλάδων.

 

πηγή: Συριανά Γράμματα, τ. 29, 1995

Back to top