Αρχαιολογία
Η Σύρος ήταν ήδη από αρχαιοτάτων χρόνων, όπως μαρτυρούν και οι αναφορές της στην Οδύσσεια, σταυροδρόμι ανθρώπων και πολιτισμών που μετακινούνταν στο κυκλαδικό αρχιπέλαγος. Στην Απάνω Μεριά βρίσκονται συγκεντρωμένοι οι σημαντικότεροι και πιο γνωστοί αρχαιολογικοί χώροι της Σύρου: όπως τα πρωτοκυκλαδικά νεκροταφεία της Χαλανδριανής και του Αγ. Λουκά, ο οικισμός του Καστρίου και φυσικά η σπηλιά του Φερεκύδη και τα Γράμματα με τις ελληνιστικής και βυζαντινής περιόδου επιγραφές τους.






Ο Άγιος Λουκάς με το επίσης πρωτοκυκλαδικό νεκροταφείο.
Ανθρώπινη παρουσία στο κυκλαδικό αρχιπέλαγος: μια αναδρομή
31 Ιουλίου 2016
Τα νησιά του συμπλέγματος των Κυκλάδων σηματοδοτούν λόγω θέσης και ιστορικής παρουσίας, την αυγή του ελληνικού πολιτισμού. Οι ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες του αιγαιακού χώρου, οι κλιματολογικές συνθήκες, οι ανοιχτοί ορίζοντες, οι δυνατότητες συγκοινωνιακής προσπέλασης των νησιών, άλλαξαν σταδιακά τη νοοτροπία των πρώτων αποίκων, οι οποίοι από βοσκοί και γεωργοί μεταβλήθηκαν σε ναυτικούς και τεχνίτες, εμπόρους και καλλιτέχνες. Η ονομασία Κυκλάδες είναι γνωστή από την αρχαιότητα από πολλούς αρχαίους συγγραφείς όπως ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Στράβωνας, ο Καλλίμαχος κ.ά. και δόθηκε στα νησιά επειδή σχημάτιζαν έναν κύκλο γύρω από το ιερό νησί της ελληνικής αρχαιότητας, τη Δήλο (ομηρική Ορτυγία). Σύμφωνα με την παράδοση πρώτοι κάτοικοι των Κυκλάδων ήταν οι Κάρες, οι Λέλεγες και οι Φοίνικες. Η αρχαιότερη εγκατάσταση ανθρώπων στις Κυκλάδες ανάγεται στο 9000 π.Χ., όπως δείχνουν τα ίχνη μεσολιθικού οικισμού με λείψανα κατοικιών και υπαίθριων ταφών που ανακαλύφθηκαν στην περιοχή Μαρουλάς της Κύθνου.
Ο οψιδιανός της Μήλου που βρέθηκε στο σπήλαιο Φράγχθι της Ερμιονίδας (ανατολική Πελοπόννησος) μαρτυρά την οργανωμένη παρουσία του ανθρώπου στις Κυκλάδες κατά την 8η χιλιετία π.Χ.
Στο Σάλιαγκο, μικρή νησίδα ανάμεσα στην Αντίπαρο και την Πάρο, ο οικισμός που βρέθηκε παρουσιάζει έναν ιδιόμορφο νησιωτικό πολιτισμό της νεότερης νεολιθικής εποχής (περίπου 4300-3900 π.Χ.) με ευρήματα πολύ μεγάλης σημασίας.
Στην Άνδρο, στο οροπέδιο Στρόφιλα, εντοπίστηκε οικισμός της 4ης χιλιετίας π.Χ. -ο μεγαλύτερος νεολιθικός οικισμός του Αιγαίου- όπου ανακαλύφθηκαν οι παλαιότερες στην Ελλάδα βραχογραφίες.
Από τα τέλη της 4ης χιλιετίας π.Χ. και κατά τη διάρκεια της 3ης, παράλληλα με τον Πρωτομινωϊκό Πολιτισμό της Κρήτης και τον Πρωτοελλαδικό της ηπειρωτικής Ελλάδας, με αφετηρία την Κέα (οικισμός Κεφάλα, 3300-3200 π.Χ.) αναπτύχθηκε στις Κυκλάδες ένας πολιτισμός με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ο Κυκλαδικός Πολιτισμός, που άφησε παγκοσμίως ανεπανάληπτα καλλιτεχνικά δείγματα, με ξεχωριστά ανάμεσά τους τα περίφημα κυκλαδικά ειδώλια. Ο πολιτισμός αυτός αναπτύχθηκε σε μικρές ανεξάρτητες κοινότητες δεμένες με τη θάλασσα, καθώς τα νησιά αφενός δεν διέθεταν μεγάλες καλλιεργήσιμες εκτάσεις και αφετέρου βρίσκονταν στο σταυροδρόμι των θαλάσσιων δρόμων ανάμεσα στη Μικρά Ασία, την Ελλάδα και την Κρήτη. Τα κυκλαδίτικα καράβια όργωναν τις θάλασσες και έρχονταν σε επαφή με τις γύρω από το Αιγαίο περιοχές, ανταλλάσσοντας μαζί τους προϊόντα αλλά και πολιτιστικά στοιχεία. Ο Κυκλαδικός Πολιτισμός, που κάλυψε όλη την εποχή του χαλκού (3200-1100 π.Χ.), διαιρείται σε τρεις μεγάλες περιόδους:
- Πρωτοκυκλαδική περίοδος, 3200-2000 π.Χ.
- Μεσοκυκλαδική περίοδος, 2000-1650 π.Χ.
- Υστεροκυκλαδική περίοδος, 1650-1100 π.Χ.

Πηγή: Badisches Landesmuseum Karlsruhe / κατασκευή μοντέλου: Bernhard Steinmann 2011
Στην πρώτη φάση, την Πρωτοκυκλαδική, τα σπίτια χτίζονταν πάνω σε χαμηλούς λόφους για να προστατεύονται από τις πλημμύρες και τους εχθρούς, αραιά και χωρίς τείχη, και οι κάτοικοι ασχολούνταν με το ψάρεμα και την πειρατεία. Στη δεύτερη φάση, η απάντηση της μινωικής Κρήτης στις πειρατικές επιδρομές των Κυκλαδιτών τούς αφαίρεσε τον έλεγχο των θαλασσών και τους ανάγκασε να αποσυρθούν στο εσωτερικό των νησιών, σε οχυρωμένους λόφους που προστατεύονταν από τείχη. Τα σπίτια χτίζονταν το ένα κοντά στο άλλο και μόνο μικροί διάδρομοι αφήνονταν μεταξύ τους (Καστρί και Χαλανδριανή Σύρου, Άγιος Ανδρέας Σίφνου, Πάνορμος Νάξου, Δήλος). Στην τρίτη φάση είναι καταφανής η επικυριαρχία της μινωικής Κρήτης: όλοι σχεδόν οι οικισμοί, εκτός από αυτούς που βρίσκονταν σε μεγάλα νησιά με εύφορη ενδοχώρα, ήταν πάλι παραθαλάσσιοι και ανοχύρωτοι (Μήλος, Πάρος, Αμοργός, Θήρα) αποτελώντας πρόσφορα λιμάνια για το κρητικό εμπόριο.
Τα σπίτια των Κυκλαδιτών ήταν μικρά (με ένα ή δύο δωμάτια), χωρίς εστία, και οι στέγες τους ήταν ελαφρές, φτιαγμένες από κλαδιά, καλάμια και πατημένο πηλό. Το σχέδιο των σπιτιών προσαρμοζόταν στο χώρο που διέθεταν και έτσι ήταν άλλοτε ευθύγραμμα και άλλοτε καμπυλόγραμμα. Γύρω από τους οικισμούς χτίστηκαν τα τείχη και στις πλαγιές των κοντινών λόφων ήταν τα νεκροταφεία.

Μνημειακή τέχνη δεν ανέπτυξαν οι Κυκλαδίτες, αλλά την καλλιτεχνική τους δραστηριότητα την βλέπουμε κυρίως στο πλήθος των μικρών έργων τέχνης που βρέθηκαν στους οικισμούς και στα νεκροταφεία (κτερίσματα): «τηγανοειδή» σκεύη που ακόμα δεν έχουν βρει ικανοποιητική ερμηνεία (Χαλανδριανή Σύρου), «σαλτσιέρες», σκεύη από λευκό μάρμαρο, ζωόμορφα αγγεία. Οι Κυκλαδίτες διέπρεψαν στη μεταλλοτεχνία και τη μικροτεχνία (εργαλεία, ασημένιες περόνες, διαδήματα, περιδέραια). Όμως το κυριότερο δημιούργημα του Πρωτοκυκλαδικού Πολιτισμού είναι τα θαυμάσια μαρμάρινα ειδώλια, που η παραγωγή τους συνεχίστηκε χωρίς διακοπή ολόκληρη την τρίτη χιλιετία π.Χ. Στην αρχή απλοϊκά και σχηματικά, κατέληξαν σε υπέροχες πλαστικές δημιουργίες όπου αποδίδονται λεπτομέρειες του σώματος και χαρακτηριστικά του προσώπου. Τα περισσότερα παρουσιάζουν γυναικείες μορφές, μερικές φορές σε κατάσταση εγκυμοσύνης, μετωπικά και μόνο σε δύο διαστάσεις. Αργότερα, όταν οι τεχνίτες είχαν πια υποτάξει το υλικό τους και κινούνταν στις τρεις διαστάσεις του χώρου, έχουμε συμπλέγματα και εκπληκτικές δημιουργίες όπως τα περίφημα αγαλματίδια-σύμβολα του Πρωτοκυκλαδικού Πολιτισμού «Αρπιστής» και «Αυλητής» που ανακαλύφθηκαν στην Κέρο.
Κατά την επόμενη περίοδο του Κυκλαδικού Πολιτισμού, τη Μεσοκυκλαδική (2000-1650 π.Χ.), οι Κυκλάδες συνέχισαν να επηρεάζονται από τη μινωική θαλασσοκρατορία. Η έντονη αυτή επίδραση είναι εμφανέστατη στη Θήρα, όπου χτίστηκαν πολυώροφα σπίτια, στολισμένα με εκπληκτικές τοιχογραφίες (Ακρωτήρι). Οι οικισμοί συνεχίζουν να είναι παραθαλάσσιοι (Μήλος-Φυλακωπή ΙΙ, Πάρος-Παροικιά, Κέα-Αγία Ειρήνη, Θήρα, Θηρασιά, Δήλος, Τήνος, Σύρος, Σίφνος, Αμοργός), εξυπηρετώντας το εμπόριο μεταξύ της Κρήτης και της υπόλοιπης Ελλάδας. Η περίοδος αυτή, αφού έδωσε καλλιτεχνικά δημιουργήματα απαράμιλλης αξίας, διακόπηκε βίαια από την καταστροφική έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας γύρω στο 1650 π.Χ.
Κατά την Υστεροκυκλαδική περίοδο (1650-1100 π.Χ.) έχουμε την αιφνίδια εξαφάνιση του Μινωικού Πολιτισμού (τέλη του 16ου αιώνα), ίσως σαν επακόλουθο της έκρηξης του ηφαιστείου της Θήρας, οπότε την κρητική επικράτηση διαδέχτηκε η μυκηναϊκή. Οι πρώτοι μυκηναϊκοί εμπορικοί σταθμοί στις Κυκλάδες εμφανίστηκαν πριν το τέλος του 15ου π.Χ. αιώνα και στις αρχές του 14ου είχαν πλέον εξαπλωθεί στη Νάξο, τη Δήλο, την Κύθνο, τη Σέριφο, τη Μήλο (Φυλακωπή ΙΙΙ). Τρεις αιώνες αργότερα, η παρακμή του μυκηναϊκού κόσμου είχε τον αντίκτυπό της και στις Κυκλάδες και λίγο μετά το 1100 π.Χ. εγκαταλείφθηκαν και οι τελευταίες μυκηναϊκές ακροπόλεις.
Η μελέτη του Κυκλαδικού Πολιτισμού άρχισε τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στον αρχαιολόγο Χ. Τσούντα, που ανάσκαψε πολλά κυκλαδικά νεκροταφεία στη Σύρο, Πάρο, Αντίπαρο, Σίφνο κ.ά.
Πρώτα δείγματα ανθρώπινης παρουσίας
24 Αυγούστου 2016
του François Aron
O Γάλλος αρχαιολόγος, François Aron, περιηγήθηκε τη Σύρο, στη δεκαετία του 1980, και κάνοντας επιφανειακή έρευνα προσπάθησε, βάσει των αρχαιολογικών ευρημάτων, να εντοπίσει προϊστορικές θέσεις κατοίκησης στο νησί. Τα συμπεράσματα της έρευνάς του αυτής δημοσιεύτηκαν το 1995 στο περιοδικό Συριανά Γράμματα, τ. 30, από όπου σταχυολογήσαμε τα σχετικά με την Απάνω Μεριά ευρήματά του.
Χάλαρα
Οι άνθρωποι εγκαταστάθηκαν δυτικά της πηγής του Σύριγγα, σ’ ένα τοπίο με μεγαλύτερη κατάτμηση από άλλες Πρωτοκυκλαδικές θέσεις της Σύρου. Παχύ στρώμα μαρμάρου ρηγματώθηκε κα σκίστηκε σε πλάκες, που μερικές φορές αιωρούνται ανάμεσα σε λατύπες όλων των μεγεθών. Η εξερεύνηση των σπηλαίων και των βραχοσκεπών δεν είχε αποτέλεσμα: ο οικισμός δεν ξεκίνησε, όπως συμβαίνει μερικές φορές από τα βραχώδη καταφύγια, πριν εγκατασταθεί στην ύπαιθρο, παρόλο που τα μέρη αυτά ίσως χρησίμευαν ως χώροι αποθήκευσης ή μαντριά. Βρίσκουμε ίχνη κατοίκησης στις βαθμίδες ανάμεσα στους βράχους —μερικές φορές κοντά στην είσοδο των σπηλαίων— αλλά και στα πλατώματα, στα κορήματα και κυρίως στις επίπεδες επιφάνειες, που είναι τριγυρισμένες από φυσικές ρωγμές. Σ’ ένα από τα πλατώματα, επιφάνειας 150 τ.μ. και κλίσης 15° περίπου, εντοπίστηκαν πολυάριθμα λείψανα, καθώς και σχιστολοθικές πλάκες που πρέπει να χρησιμοποιήθηκαν σε κατασκευές. Σε κτίσματα ανήκαν επίσης οι μικροί όγκοι μαρμάρου, δεν διακρίνονται όμως με σαφήνεια ίχνη τοίχων. Οι κωνικοί πυρήνες και οι αιχμές βελών με μίσχο και άγκιστρα, που βρέθηκαν, έχουν νεολιθικό χαρακτήρα, και μόνο οι αιχμές διαμορφώνονται με επικαλύπτουσα επεξεργασία. Ένας οπέας, ξέστρα με φολίδες και λεπίδες και 1 ξέστρο από πυριτόλιθο είναι τα μόνα εργαλεία, που διαμορφώνονται με περιφερειακή επεξεργασία, πρέπει όμως να χρησιμοποιούσαν και τις λεπίδες ως εργαλεία χωρίς επεξεργασία. Η κεραμική είναι ολιγάριθμη και διατηρείται σε κακή κατάσταση. Ως προς την κατασκευή μοιάζει με των Χοντρών Βάρης, (όπου η στιλβωμένη επιφάνεια των αγγείων έχει όμορφο καστανό, γυαλιστερό χρώμα, δεν βρέθηκε όμως κανένα γραπτό όστρακο. Η συχνότερη μορφή φιάλης είναι η κωνική, οι ημισφαιρικές είναι σπανιότερες. Επίσης στα Χοντρά συναντούμε μεγάλα σκεύη με ταινιωτές λαβές) είναι όμως καλύτερα ψημένη και κοκκώδης. Βρέθηκε μία κωδωνόσχημη φιάλη, 1 ημισφαιρική, 1 με πόδι και άλλες με κάθετα τοιχώματα. Η σχετική αφθονία των κλειστών σκευών ίσως σχετίζεται με κάποια ειδική λειτουργία της θέσης (γαλακτοκομικά σκεύη;). Η θέση αυτή, σύγχρονη, πρωιμότερη ή μεταγενέστερη από τα Χοντρά, εμφανίζει ιδιότυπα πολιτιστικά χαρακτηριστικά, γεγονός που υποδηλώνει ότι ο εποικισμός της Σύρου κατά το τέλος της Νεολιθικής έγινε από διαφορετικές ομάδες, που ίσως μάλιστα συμβίωναν στον ίδιο χώρο. Δεν μπορούμε όμως να αποκλείσουμε την υπόθεση ότι οι 10 θέσεις που εντοπίστηκαν στη Σύρο, ανήκουν στον ίδιο πολιτισμό, αλλά δεν είναι σύγχρονες και ότι μερικές από αυτές ήταν στάνες.
Το άμεσο φυσικό περιβάλλον των Χαλάρων έχει ομοιότητες με το Ατσιγγανόκαστρο της Σύρου, αλλά απλώνεται σε μεγαλύτερη έκταση, σε περιοχή πολύ περισσότερο κρημνώδη. Ίσως οι διάφορες ομάδες, ανάλογα με το μέγεθός τους, να είχαν εγκατασταθεί σε μεμονωμένους και φυσικά προστατευμένους χώρους. Οι δεσμοί τους ήταν πιθανόν πιο αδύνατοι και ο συνολικός αριθμός μικρότερος, μια και στις επιφάνειες που φαίνονται ότι κατοικήθηκαν, δεν χωρούν παρά 10-30 οικιστικές μονάδες, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας.
Από τα Χάλαρα απολαμβάνουμε ανοιχτή θέα προς το βόρειο τμήμα του νησιού και προς τη θάλασσα, που βρίσκεται σε απόσταση 20΄ της ώρας, απόσταση που εξασφάλιζε την ασφάλεια του οικισμού, αλλά επέτρεπε και να προσποριστούν μέρος της διατροφής τους από την αλιεία (βρέθηκαν μάλιστα μερικά όστρεα). Οι κάτοικοι πρέπει να ασκούσαν παράλληλα και την κτηνοτροφία (μερικά σπήλαια είναι και σήμερα στάνες), να χρησιμοποιούσαν το νερό του Σύριγγα και να είχαν την επίβλεψη των βοσκοτόπων, ίσως και των χωραφιών στο βόρειο τμήμα του νησιού. Στην άμεση περιοχή των Χαλάρων υπάρχουν 2-3 εκτάρια καλλιεργήσιμης γης, και ίσως στις γύρω ράχες το έδαφος να μην είχε τότε τελείως παρασυρθεί από τη διάβρωση.
Άκρα (λατομείο)
Μια μικρή εγκατάσταση βρίσκεται στη δυτική πλαγιά της Άκρας, πάνω από τον όρμο του Δελφινιού, σε επίπεδη αναδίπλωση του μαρμάρου, κάτω από το λατομείο. Η κεραμική, δίχως να είναι ιδιαίτερα διαγνωστική, πρέπει να ανήκει στην Πρωτοκυκλαδική ΙΙ. Η λιθοτεχνία περιλαμβάνει λεπίδες και μικρολεπίδες με παράλληλες πλευρές και σημαντικό αριθμό επεξεργασμένων εργαλείων, γεγονός που μπορεί να σημαίνει σχετικά πρώιμη χρονολόγηση της θέσης (αρχή της περιόδου).
Σα Μιχάλης
Τα όστρακα που συλλέχτηκαν από τη θέση του χωριού, χρονολογούνται στη 2η χιλιετία, και κυρίως στην Ελληνο-Ρωμαϊκή εποχή. Μερικά αμφίβολα όστρακα και ίσως 1 όστρακο φιάλης με εσωτερικά διογκωμένο χείλος θα μπορούσαν να χρονολογηθούν στην αρχή της Πρωτοκυκλαδικής. Δεν υπάρχουν οψιανοί, μόνο 1 ξέστρο από πυριτόλιθο, ίσως της 2ης χιλιετίας. Στις πλευρές των Μαυροβολάδων, 400 μ. ανατολικά της θέσης, ο πηλός 1 οστράκου θυμίζει το τέλος της Νεολιθικής ή την αρχή της Πρώιμης Χαλκοκρατίας. Αν αυτό αληθεύει, ίσως μεταφέρθηκε εκεί κατά τη λίπανση των αγρών, τίποτε όμως δεν μπορεί να δείξει πότε ακριβώς μεταφέρθηκε το όστρακο.
Πύργος (πλάτωμα)
Από μια προεξοχή μαρμάρου στη δυτική περιφέρεια πλατώματος, που εκτείνεται δυτικά του υψηλότερου σημείου της Σύρου, προέρχεται μικρή συλλογή οψιανών με μεγάλη συχνότητα επεξεργασμένων εργαλείων και αιχμές βελών με μίσχο και πτερύγια, η επεξεργασία όμως είναι λιγότερο προσεγμένη από των Χοντρών. Η κεραμική είναι ολιγάριθμη σημειώνουμε 1 σφαιρική φιάλη. Υπάρχει ακόμη λίγη καλλιεργήσιμη γη στα όρια του πλατώματος, από όπου ξεκινά μια στενή κοιλάδα, αλλά η θέση, μάλλον ένα πολύ μικρό χωριό, φαίνεται καταλληλότερη για κτηνοτροφία.
Ο αρχαιολογικός χώρος της Χαλανδριανής – Καστριού
24 Αυγούστου 2016
της Μαρίζας Μαρθάρη

Οι θέσεις και η χρονολόγησή τους
Η Χαλανδριανή και το Καστρί βρίσκονται στα βορειοανατολικό παράλια της ορεινής Βόρειας Σύρου ή Απάνω Μεριάς. Αγναντεύουν την Τήνο και την Άνδρο. Χάλανδρα ονοµάζεται µικρό εύφορο οροπέδιο που εκτείνεται ως τη θάλασσα µε δύο βραχώδεις κλιτύες. Στο ψηλότερο σηµείο του στα νότια υπάρχει ναΐδριο της Παναγίας της Χαλανδριανής. Στα δυτικά του οροπεδίου των Χαλάνδρων βρίσκεται το απόκρηµνο ύψωµα Καστρί που το ανώτατο πέτρωµά του είναι το µάρµαρο. Τα χωρίζει η βαθειά χαράδρα της Ποταµιάς που καταλήγει στον όρµο της Κλεισούρας. Σε ορισµένα σηµεία της αναβλύζει νερό καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Με τις ανασκαφές που διεξήχθησαν στην περιοχή κατά τον προηγούμενο και τον παρόντα αιώνα ήλθε στο φώς ο οχυρωµένος οικισµός του Καστριού, που βρίσκεται στην κορυφή του οµώνυµου υψώµατος και το εκτεταµένο νεκροταφείο της Χαλανδριανής που οι συστάδες των τάφων του απλώνονταν σε ολόκληρο το οροπέδιο των Χαλάνδρων, στα βορειοανατολικά του σύγχρονου οικισµού της Χαλανδριανής και έφθαναν ως τη θάλασσα.

Ο οχυρωµένος οικισµός χρονολογείται σήµερα στην φάση Καστρί (2.300-2.200 π.Χ. περίπου). Το νεκροταφείο περιλαµβάνει κυρίως τάφους της προγενέστερης Πρωτοκυκλαδικής περιόδου (φάση Κέρος-Σύρος, 2.700- 2.400/2.300 π.Χ. περίπου) και ορισµένους µόνο συγχρόνους µε τον οικισµό του Καστριού. Επίσης στην περιοχή υπάρχει και δεύτερος προϊστορικός οικισµός, ο οικισµός της Χαλαvδριαvής που απλώνεται γύρω από το ναΐσκο της Παναγίας της Χαλανδριανής και εντοπίσθηκε ήδη από τον προηγούμενο αιώνα αλλά δεν έχει ερευνηθεί συστηµατικά. Έχει δε υποτεθεί ότι οι τάφοι της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου ανήκουν στον οικισμό της Χαλανδριανής, ο οποίος θα εκατοικείτο ήδη από την περίοδο αυτή.
Οπωσδήποτε οι οικισμοί του Καστριού και της Χαλανδριανής πρέπει να κατείχαν σημαντική θέση στο οικιστικό µοντέλο της Σύρου που αντιστοιχεί χρονικά στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού. Βρίσκονταν σε καίριο σηµείο των δικτύων επικοινωνίας που συνέδεαν την Ηπειρωτική Ελλάδα µε τα µικρασιατικά παράλια. Και η µικρασιατική παράλια ζώνη βρισκόταν τότε πλησιέστερα στον πυρήνα του τότε πολιτισµένου κόσµου από ότι το κεντρικό και δυτικό Αιγαίο. Αυτός θα πρέπει να ήταν και ένας από τους λόγους της ιδιαίτερης ανάπτυξής τους.
Το ακριβές οικιστικό µοντέλο της Σύρου κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού δεν είναι ακόµη πλήρως γνωστό. Απαιτούνται περαιτέρω συστηματικές έρευνες, παρόλο που τα τελευταία χρόνια επιφανειακές έρευνες και δοκιµαστικές ανασκαφές της ΚΑ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων σε συγκεκριμένες θέσεις (Γαλησσάς, Δελφίνι) έδειξαν ότι στη Σύρο υπήρχε ένα αρκετά σύνθετο πλέγµα οικισμών, όπως άλλωστε και σε άλλα κυκλαδικά νησιά. Μία πρώτη ιδέα όµως για τη διασπορά των θέσεων κατά την Πρώιµη Εποχή του Χαλκού µας δίνει ο χάρτης που συνέταξε ο Αron και βασίζεται στις παλαιότερες έρευνες αλλά και στις δικές του πολύχρονες περιηγήσεις στη Σύρο.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Η έρευνα στην περιοχή Καστριού – Χαλανδριανής γνώρισε τρεις φάσεις ως σήµερα.
Η πρώτη φάση τοποθετείται στο δεύτερο µισό του προηγούµενου αιώνα. Οι εξερευνήσεις ξεκίνησαν από το νεκροταφείο. Πρώτος ανέσκαψε εκεί ο Γρ. Παπαδόπουλος το 1861 (Παπαδόπουλος 1862, 1865) και µια δεκαετία αργότερα, το 1872-73, ο Συριανός ανθρωπολόγος Κλ. Στέφανος. Το 1896 ο R.C. Bosanquet, περαστικός από τη Σύρο, ερεύνησε επίσης έναν τάφο (Bosanquet 1895-96). Συστηματικές ανασκαφές διεξήχθησαν στο νεκροταφείο της Χαλανδριανής το 1898 από τον Χρ. Τσούντα, ο οποίος ερεύνησε 540 τάφους. Ο Τσούντας ανέσκαψε την ίδια χρονιά και τον τειχισµένο οικισµό του Καστριού που ονόµασε ακρόπολη Χαλανδριανής. Με τις ανασκαφές ήλθαν στο φως το προτείχισµα και το βόρειο τείχος καθώς και µικρό τµήµα του οικισµού, κυρίως τα κτίρια που εφάπτονται στο τείχος. Ο Τσoύvτας παρουσίασε τα αποτελέσµατα των ανασκαφών του στις Κυκλάδες σε δύο βαρυσήμαντα άρθρα του στην Αρχαιολογική Εφηµερίδα του 1898 και του 1899 (Τσούντας 1898, 1899). Στο δεύτερο από αυτά αναφέρεται εκτενώς στα αποτελέσµατα των ερευνών του στη Σύρο.
Περισσότερα από 70 χρόνια αργότερα, τη δεκαετία του 1960 και συγκεκριμένα το 1962, παρατηρείται µία δεύτερη φάση ερευνητικής δραστηριότητας στην περιοχή. Ο Caskey επισκέπτεται τη Χαλανδριανή και το Καστρί και κάνει ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις (Caskey 1964). Η Ε.Μ. Bosserr συνεχίζει την ανασκαφή στον οικισµό του Καστριού. Με τη νέα ανασκαφή βεβαιώνεται η ύπαρξη και δυτικού τείχους και αποκαλύπτεται µεγαλύτερο τµήµα του οικισµού προς την κορυφή του λόφου (Bosserr 1967). Ο τότε Επιµελητής Αρχαιοτήτων Κυκλάδων Χρ. Ντούµας ανασκάπτει 8 τάφους στο Δυτικό τµήµα του νεκροταφείου της Χαλανδριανής (Doumas 1977, 128-130) και ο τότε Έφορος Κυκλάδων Ν. Ζαφειρόπουλος µε βοηθό τον Ε. Κακαβογιάννη άλλους δύο τάφους. Την δεκαετία του 1990 αρχίζει µία τρίτη φάση έρευνας στη Χαλανδριανή. Ο Hekman διεξάγει επιφανειακή έρευνα στην περιοχή του νεκροταφείου το 1989 και εvτoπίζει τα λείψανα ορισµένων τάφων που ανασκάφηκαν παλαιότερα (Hekman 1991, 1996). Η ΚΑ’ Εφορεία Αρχαιοτήτων δροµολογεί από το 1990 την ισχυροποίηση του καθεστώτος προστασίας της περιοχής (βλ. παρακάτω, σελ. 32) και αφετέρου την αναζωπύρωση της έρευνας. Στην περιοχή του σύγχρονου οικισµού της Χαλανδριανής αρχίζει έλεγχος του υπεδάφους µε δοκιμαστικές τοµές, όπου υπάρχει διάθεση για οικοδόµηση και παρακολούθηση των ξηρότοιχων που κατεδαφίζονται προκειµένου να περισυλλεγεί το προϊστορικό υλικό που είναι ενσωµατωµένο σε αυτούς. Τα αποτελέσματα των έως τώρα ερευνών εδραιώνουν την άποψη ότι κάτω από τον σύγχρονο οικισµό υπάρχει πρωτοκυκλαδικός οικισµός. Από το 1993 άρχισε επίσης και συνεχίζεται η συντήρηση του υλικού του Καστριού και της Χαλανδριανής που φυλάσσεται στο Μουσείο της Σύρου και είναι πολύτιµο για την έρευνα.
ΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΤΗΣ ΧΑΛΑΝΔΡΙΑΝΗΣ

Το νεκροταφείο αυτό είναι το πλέον εκτεταµένο πρωτοκυκλαδικό νεκροταφείο που έχει ερευνηθεί ως τώρα. Έχουν ανασκαφεί περισσότεροι από 600 τάφοι (Παπαδόπουλος 1862, 1865· Τσούντας 1899, 78-116· Doumas 1977 γενικά και ειδικά 128-130).
Το νεκροταφείο (βλ. επίσης, Renfrew 1972, 373-375,528-531· Hekman 1991, 1996) περιλαµβάνει δύο τµήµατα, Δυτικό και Ανατολικό. Οι τάφοι είναι διευθετημένοι σε συστάδες στο κάθε τµήµα. Τα τµήµατα και οι συστάδες απηχούν πιθανότατα διαφορετικές κοινωνικές οµάδες. Επίσης η ποικιλία στον αριθµό και το είδος των κτερισµάτων των τάφων υποδεικνύει διαφορές στην κοινωνική θέση των νεκρών. Γενικά οι δοµές της κοινότητας ή των κοινοτήτων που εξυπηρετούσε η τεράστια νεκρόπολη τουλάχιστον κατά την Πρωτοκυκλαδική περίοδο φαίνεται να ήταν αρκετά σύνθετες. Οι τάφοι είναι υπόσκαφοι και έχουν πολυγωνική, κυκλοτερή ή µικτή κάτοψη. Τα τοιχώµατά τους είναι κτισµένα µε πλακωτές πέτρες χωρίς συνδετικό κονίαµα, κατά τον εκφορικό τρόπο. Το άνοιγµα στο κέντρο της ψευδοθόλου καλύπτεται µε κορυφαία ευµεγέθη πλάκα. Η είσοδος έχει συχνά κατώφλι και παραστάδες από όρθιες πλάκες, βρίσκεται δε φραγµένη µε πλάκα ή ξηρότοιχο. Σε ορισµένους υπάρχει υποτυπώδης δρόµος µπροστά στην είσοδο. Ο τύπος αυτός των τάφων απαντά αποκλειστικά στη Σύρο.
Για τα ταφικά έθιμα υπάρχουν κάποια στοιχεία. Τοποθετούσαν το νεκρό σε συνεσταλμένη στάση µέσα στον τάφο και δεν τον κάλυπταν µε χώµα. Κάτω από το κεφάλι του ήταν συχνά τοποθετηµένη µια πλάκα σαν προσκεφάλι. Τα κτερίσµατα τοποθετούνταν είτε πάνω στο δάπεδο του τάφου, συνήθως µπροστά στο πρόσωπο του νεκρού, είτε σε κόγχη στο τοίχωµά του.
Τα κτερίσµατα είναι ποικίλα. Η κεραµεική είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Υπερτερούν αριθµητικά οι εντελώς ακόσμητες φιάλες και τα κωνικά κύπελλα. Αντιπροσωπεύονται όµως και δύο εντυπωσιακές κατηγορίες αγγείων, τα γραπτά και τα στιλβωτά. Αξίζει να γίνει ειδική αναφορά στα τηγανόσχηµα πήλινα σκεύη του οικισµού µε την περίτεχνη έντυπη και εγχάρακτη διακόσµηση που ανήκουν στην κατηγορία των στιλβωτών. Τα περισσότερα από τα σκεύη αυτά που απεικονίζουν κωπήλατα σκάφη βρέθηκαν στο νεκροταφείο της Χαλανδριανής, γεγονός που οδηγεί τους ερευνητές να θεωρούν τον οικισµό του νεκροταφείου έναν από τους σημαντικότερους της Πρώιµης Εποχής του Χαλκού στις Κυκλάδες (Brookbank 1989).
Τα µαρµάρινα αγγεία, κυρίως φιάλες απλές ή υψίποδες είναι αρκετά. Αντίθετα τα µαρµάρινα ειδώλια είναι σπάνια, ανθρωπόµορφα της παραλλαγής Δωκαθισµάτων κυρίως και σχηµατικά. Ορθογώνια πινάκια και τριπτήρες διαφόρων τύπων καθώς και λεπίδες οψιανού ανήκουν στα συνήθη κτερίσµατα.
Τα µεταλλικά αντικείµενα αφθονούν: βελόνες, οπείς, τριχολαβίδες, ξέστρα. Σπάνια είναι τα αγκίστρια. Βρέθηκαν και αρκετές περόνες αργυρές, χάλκινες αλλά και οστέινες µε περίτεχνες κεφαλές. Αποτελούσαν εξάρτηµα της ενδυμασίας του νεκρού χρησιµεύοντας για την στερέωση των ενδυµάτων.
Ένας ενδιαφέρων τύπος ευρήματος είναι οι οστέινες χρωµατοθήκες, πολλές από τις οποίες σώζουν κυανό χρώμα. Σβώλοι ερυθρού χρώµατος βρέθηκαν σε τρεις τάφους. Έχει υποτεθεί ότι τα χρώµατα αυτά χρησίμευαν για τον χρωµατισµό προσώπου και σώµατος. Τα κοσµήµατα ήταν σπάνια, όπως και τα πήλινα σφονδύλια.
Τέλος υπολείμματα τροφών (οστά αιγοειδών, θαλάσσια όστρεα) βρέθηκαν µέσα σε ορισµένες φιάλες και κύπελλα.
Ο ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΧΑΛΑΝΔΡΙΑΝΗΣ
Ο οικισµός της Χαλανδριανής βρίσκεται κάτω από τον σύγχρονο οµώνυµο οικισµό. Πρώτος τον εντόπισε ο Τσούντας που διενήργησε µάλιστα και δοκιµαστική ανασκαφή και βρήκε λείψανα τοίχων. Ο Τσούντας πίστευε ότι πρόκειται για ιδιαίτερα σηµαντικό οικισµό. Ως τον κύριο οικισµό της περιοχής τον θεώρησαν µετά τον Τσούντα και άλλοι σηµαντικοί ερευνητές της Κυκλαδικής προϊστορίας (Τσούντας 1899,78, 106-107, 127- 130∙ Caskey 1964, 64∙ Renfrew 1972, 176. Αντίθετη άποψη έχει εκφέρει ως τώρα µόνον ο Hekman (1991, 20, 31, σημ. 2,1996,52,72).
Οι έρευνες που διεξάγει εκεί η ΚΑ΄ Εφορεία Αρχαιοτήτων τα τελευταία χρόνια επιβεβαιώνοuν και ενισχύουν τις απόψεις ότι ο οικισµός της Χαλανδριανής βρίσκεται κάτω από τον σύγχρονο ομώνυμο οικισµό. Ο πρωτοκυκλαδικός οικισµός φαίνεται να ήταν µεγάλος για τα δεδοµένα των Κυκλάδων της 3ης χιλιετίας έχοντας έκταση πιθανότατα µεγαλύτερη από 10 στρέµµατα. Πρόκειται για οικισµό της κλίµακας του Σκάρκου της Ίου και της Αγίας Ειρήνης της Κέας, αν δεν είναι και µεγαλύτερος από αυτούς. Επισηµάνθηκαν τοίχοι και περισυνελλέγησαν κινητά ευρήµατα. Απαιτείται όµως περαιτέρω έρευνα προκειµένου να διαπιστωθεί µε βεβαιότητα η χρονική του διάρκεια.
Ο ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΙΟΥ
Ο οικισµός του Καστριού (Τσούντας 1899, 116- 130∙ Bosserr 1967) είναι τειχισµένος στα βόρεια, δυτικά και πιθανώς στα ανατολικά αλλά όχι στα νότια, όπου είναι φυσικά οχυρός. Η συνολική έκτασή του υπολογίζεται στα 5 στρέµµατα. Το τείχος αποτελείται από προτείχισµα και κυρίως τείχος µε πεταλόσχηµους πύργους. Και τα δύο είναι κτισµένα από µεγάλους λαξευτούς όγκους µαρµάρου χωρίς συνδετικό πηλό εκτός από ορισµένα τµήµατα των πύργων. Το µάρµαρο πρέπει να λατόµευσαν επί τόπου.
Το προτείχισµα εκτείνεται κατά µήκος µόνο της βόρειας κλιτύος, της πιο προσπελάσιμης δηλαδή από τη θάλασσα. Αποτελείται από δύο µακρά τοξοειδή τµήµατα. Το ανατολικό τμήμα βρίσκεται ελαφρά νοτιότερα του δυτικού έτσι ώστε ανάµεσά τους να δημιουργείται πύλη πλάτους 0,60µ. περίπου. Το κυρίως τείχος αποτελείται από βόρειο µακρό τείχος, δυτικό βραχύτερο και ίσως και ανατολικό κατ’ αναλογία προς το δυτικό, όπως υποθέτει η Bossen, παρόλο που δεν βρέθηκαν ίχνη του. Το βόρειο τείχος ενισχύεται µε πέντε πεταλόσχηµους πύργους. Στο δυτικό τείχος σώζονται τα λείψανα ενός µόνο πύργου.
Η είσοδος στον οικισµό ήταν δυνατή τόσο από τα βόρεια όσο και τα δυτικά. Εκείνος ο οποίος επιθυµούσε να εισέλθει από τα βόρεια έπρεπε πρώτα να περάσει από την πύλη του προτειχίσµατος και στη συνέχεια να εισέλθει στον οικισµό µέσω της κεντρικής πύλης του πύργου Β ή της πυλίδας στα δυτικά του πύργου Γ. Για εκείνον που ερχόταν από τα δυτικά η είσοδος όταν δυνατή µέσω της πυλίδας στα νότια του πύργου Ζ.
Η πολεοδομική ανάπτυξη του οικισµού είναι περικεντρική. Τα περισσότερα κτίρια απλώνονται προς την κορυφή οργανωµένα σε οικοδοµικές νησίδες. Οι νησίδες χωρίζονται µεταξύ τους µε στενούς και συχνά βαθµιδωτούς δρόµους που είναι σε γενικές γραµµές παράλληλοι και κάθετοι προς το τείχος. Τα κτίρια των νησίδων δεν διαχωρίζονται µεταξύ τους µε διπλούς τοίχους εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, ενώ αυτός είναι ο κανόνας σε άλλους µεγαλύτερους κυκλαδικούς οικισμούς, όπως ο Σκάρκος της Ίου. Τα λίγα ανεξάρτητα κτίρια που υπάρχουν, όλα επιμήκη, είναι προσκολληµένα στο βόρειο τείχος κατά µήκος του µακρού άξονά τους. Εξαίρεση αποτελεί ο ιδιόρρυθμος µικρός χώρος 20 που βρίσκεται µόνος του στο µέσον του δρόµου.
Αυτά καθαυτά τα κτίρια αποτελούνται από έναν ή δύο χώρους µε ορθογώνια ή τραπεζιόσχηµη κάτοψη και απεστρογγυλεµένες συνήθως γωνίες. Οι δύο χώροι σχηµατίζουν συνήθως µεταξύ τους γωνία και σπάνια είναι τοποθετηµένοι κατά μήκος του ίδιου άξονα. Ο τρόπος δόµησης είναι αντίστοιχος µε εκείνον της οχύρωσης αλλά το κύριο οικοδομικό υλικό είναι µικρές και λεπτές πλάκες µαρµάρου.
Τα κτίρια είχαν µόνα τους ή µοιράζονταν µε άλλα αυλές περιφραγμένες µε κτιστό µανδρότοιχο. Στους χώρους 4, 11 και 22 επισημάνθηκαν κτιστές εστίες. Οι εστίες στο Καστρί αποτελούνται από δύο κάθετα τοποθετημένες πλάκες που σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν ανάµεσά τους άλλη οριζόντια που χρησίμευε ως βάση της εστίας.
Τα κινητά ευρήματα δείχνουν ότι ο οικισµός του Καστριού έσφυζε από ζωή. Τα θραύσµατα µεγάλων πίθων που βρέθηκαν µέσα στα κτίρια απηχούν οργάνωση για την αποθήκευση των αγαθών. Η κεραμεική, η λιθοτεχνία, η µικροτεχνία και η µεταλλοτεχνία φαίνεται ότι ήταν ανεπτυγμένες.
Στη λεπτότεχνη κεραµεική περιλαμβάνονται ραµφόστοµες πρόχοι, δέπατα αµφικύπελλα, κωδωνόσχημα κύπελλα, κωνικά κύπελλα µε αποτυπώματα φύλλων ή ψάθας στη βάση τους, ασκοί και σφαιρικές πυξίδες. Στα χονδροειδή πήλινα σκεύη ανήκουν πολλοί τύποι πίθων µε σχοινωτή ανάγλυφη διακόσμηση, αµφορείς, λεκανοειδείς εστίες βυθισμένες στο έδαφος και κυκλικές φορητές εστίες. Εκτός από την κεραµεική βρέθηκαν και µικροαντικείµενα από πηλό ανάµεσα στα οποία αρκετά σφονδύλια.
Όσον αφορά στα λίθινα αγγεία, σκεύη και εργαλεία βρέθηκαν αρκετές µαρµάρινες φιάλες, ορθογώνια πινάκια, ελλειψοειδή τριβεία και τριπτήρες διαφόρων τύπων. Επίσης επισημάνθηκαν τµήµατα πυρήνων, τεµάχια λεπίδων και απορρίµµατα επεξεργασίας οψιανού.
Υπάρχουν ισχυρά στοιχεία για την άσκηση μεταλλοτεχνίας στον οικισµό. Στο Καστρί βρέθηκαν αρκετά µεταλλικά αντικείμενα. Εντυπωσιακό είναι αργυρό διάδημα µε στικτή έκτυπη διακόσμηση, που εικονίζει ανθρώπινες µορφές και µορφές ζώων.
Ενδιαφέροντα είναι επίσης και ορισµένα χάλκινα αντικείμενα, όπως οι πελέκεις και µία αιχµή δόρατος. Πιο σημαντική όµως είναι η εύρεση πήλινων χοανών για την τήξη των µετάλλων που σώζουν εσωτερικά υπολείμματα σκωρίας χαλκού ή µολύβδου, καθώς και µήτρες από σχιστόλιθο (διπλής όψης) και πηλό µε τύπους για την κατασκευή εργαλείων και όπλων.
Έχει µάλιστα υποτεθεί ότι το κτίσµα 11 ήταν εργαστήριο µεταλλοτεχνίας. Γύρω από την εστία αποκαλύφθηκαν σκωρίες αναμεμειγμένες µε τους άνθρακες και τα καµµένα θραύσματα των αγγείων. Σε κόγχη και στο δάπεδο µπροστά από αυτήν επισημάνθηκε συγκέντρωση χαλκίνων αντικειµένων (σµίλες, οπείς, περόνες και τµήµα πριονιού). Στο ίδιο σηµείο βρέθηκαν λίθινοι µικροσκοπικοί πηνιόσχηµοι τριπτήρες και λεπίδες οψιανού σε µία από τις οποίες υπάρχει επικολλημένο υπόλειμµα µετάλλου. Μαζί µε τα εργαλεία βρέθηκε και τμήμα μιας από τις τέσσερις πήλινες χοάνες του οικισµού.
Πληροφορίες για τη διατροφή των κατοίκων δίνουν τέλος τα οργανικά κατάλοιπα. Περισυνελλέγησαν άφθονα οστά αιγοειδών και θαλάσσια όστρεα.
Οι σχέσεις που φαίνεται να είχε το Καστρί µε τη Μικρά Ασία στο επίπεδο του υλικού πολιτισμού έχουν ιδιαίτερα συζητηθεί. Ορισμένοι κεραµεικοί τύποι που απαντούν στο Καστρί, όπως το δέπας αμφικύπελλον και το κωδωνόσχημο κύπελλο, βρίσκουν τα παράλληλά τους στην ανατολική πλευρά του Αιγαίου (Rutter 1979). Αποδεδείχθηκε µε εργαστηριακές αναλύσεις ότι ο χαλκός αρκετών αντικειμένων από το Καστρί, τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου και Μικρασιατικές θέσεις είναι παρόμοιας σύστασης (Davis 1987, 727, 754). Πρόσφατα µάλιστα βρέθηκε στο Liman Tepe (Κλαζοµενές) τειχισμένος οικισµός του τύπου του Καστριού έκτασης 60 περίπου στρεµµάτων (Εrkanal 1997). Γενικότερα η περίοδος κατοίκησης του Καστριού είναι περίοδος εντατικοποίησης στις σχέσεις των Κυκλάδων αλλά και άλλων περιοχών, όπως είναι για παράδειγμα η Εύβοια, µε τα νησιά και τα παράλια του ανατολικού Αιγαίου.
Πηγή: Σύρος, Χαλανδριανή – Καστρί. Από την έρευνα και την προστασία στην ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου. Μαρίζα Μαρθάρη.
έκδ. Υπουργείο Αιγαίου, ΚΑ΄ Εφορεία Αρχαιοτήτων – Υπουργείο Πολιτισμού
Η Σπηλιά του Φερεκύδη
24 Αυγούστου 2016

Φερεκύδης ο Σύριος
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Ευάγγελου Ν. Ρούσσου, για το φιλόσοφο Φερεκύδη που γεννήθηκε στη Σύρο τον 6ο π.Χ. αι.
“Η παράδοση για ηλιοτρόπιον εν Σύρω σαν έργο του Φερεκύδη πρέπει να έχει αφετηρία την οδυσσειακή περιγραφή της ομηρικής Συρίης (Σύρου), που βρίσκεται Ορτυγίης καθύπερθεν όθι τροπαί ηελίοιο Στην Ορτυγία (Δήλο) πιο ψηλά, στο γύρισμα του ήλιου.
Εδώ ο ζήλος ορισμένων για να κοσμήσουν τον δάσκαλο του Πυθαγόρα με τίτλους ανακαλύψεων και εφευρέσεων, στο πνεύμα της εποχής του διευκολύνθηκε με μια παρερμηνεία: ο γεωγραφικός προσδιορισμός της θέσης του νησιού, στα δυτικά από τη Δήλο πιο ψηλά, εκεί που γέρνει ο ήλιος (όθι τροπαί ηελίοιο), παρανοήθηκε σαν κατασκευή ηλιακού ρολογιού (ηλιοτροπίου), που βέβαια αποδίδεται σ’ ένα σύγχρονο του Φερεκύδη, αλλά πρωτοπόρο της επιστήμης, τον φιλόσοφο Αναξίμανδρο, μαρτυρίες 1.2 και 4. Αλλά και ο ίδιος ο συριανός θεολόγος διατηρεί την ψευδαίσθηση ότι συμπορεύεται με την επαναστατική εποχή του, όταν , απομιμούμενος τον χάρτη του Αναξίμανδρου, που πρώτος ετόλμησε την οικουμένην εν πίνακι γράψαι, μαρτυρία 6, παρουσιάζει τον θεό του ουρανού να φιλοτεχνεί τον πέπλο της γης και να σχεδιάζει επάνω του τις ιστορίες και τις θάλασσες (βλ. 20.2)” σελ. 93, 9.1.
Στη σελ. 95 του βιβλίου Φερεκύδης ο Σύριος, ο Ε.Ν.Ρούσσος αναφέρει ότι στις αρχαίες πηγές δεν υπάρχει μαρτυρία για σπηλιές του Φερεκύδη, σε αντίθεση με την τοπική παράδοση που μιλάει για δύο σπηλιές του φιλοσόφου στη Σύρο, μία στην Αληθινή και μία στο Ρηχωπό, όπου υπάρχουν και ίχνη αρχαίας κατοίκησης.

Νεκροταφείο Άγιου Λουκά (Άι Λούκας)
24 Αυγούστου 2016
υπό Χρ. Τσούντα
“…Άλλο νεκροταφείον των αυτών χρόνων ανεκαλύφθη παρά τον όρμον του Αγίου Λουκά εις τα βορειοδυτικά της νήσου, ολίγον νοτιώτερον του όρμου των Γραμμάτων. Ενταύθα ανέσκαψα 94 τάφους κειμένους πάντας πλησίον αλλήλων, πλην ενός, όστις ανεκαλύφθη εις ικανήν από των λοιπών απόστασιν. Το σχήμα αυτών και τα κτερίσματα ήσαν όμοια τοις των τάφων της Χαλανδριανής. Εις τα δυτικά δε της νήσου εν θέσει Πήδημα παρά το Κίνι επληροφορήθην ότι ευρέθησαν κατά την φύτευσιν αμπέλου δύο ή τρεις τάφοι και εν αυτοίς τρία μαρμάρινα ειδώλια∙ η θέσις καλύπτεται σήμερον υπό αμπελώνων και εάν υπήρχον ενταύθα πλείονες τάφοι σωζόμενοι μέχρι των χρόνων ημών, βεβαίως θ’ ανεκαλύπτοντο και θα εγίνοντο γνωστοί∙ ή δεν υπήρχον λοιπόν εξ αρχής άλλοι τάφοι ή ανεσκάφησαν προ πολλού και ελησμονήθησαν. Οι τάφοι Χαλανδριανής και Αγ. Λουκά κείνται αμέσως υπό την επιφάνειαν της γης και μόνον εις όσα μέρη επεσώρευσαν αι βροχαί χώματα πολλά ευρίσκονται τα καλύμματα βαθύτερον. Το σχήμα δ’ αυτών και η κατασκευή διαφέρουσιν ουσιωδώς από του σχήματος και της κατασκευής των τάφων των άλλων νήσων∙ διότι εν Σύρω ένα μόνον τάφον, δυστυχώς σεσυλημένον, είδον όμοιον προς τους της Πάρου και Αμοργού, ήτοι εκ τεσσάρων ορθίων πλακών κατεσκευασμένον, πάντες δ’ οι λοιποί ήσαν εκτισμένοι εκ μικρών αργών λίθων άνευ πηλού.
Εκ των 94 τάφων του εν Αγ. Λουκά νεκροταφείου οι 65 ήσαν τετράπλευροι και 11 μόνον στρογγύλοι. Οι αριθμοί ούτοι υποβάλλουσι την εικασίαν ότι εν Αγίω Λουκά έχομεν το νεκροταφείον μιας κώμης”.
Χρ. Τσούντας, Κυκλαδικά: Εφημερίς Αρχαιολογική, 1899 (σελ. 79)
Σχετικά βίντεο:
Χρήσιμο λινκ: https://www.arxaiologikoktimatologio.gov.gr/
Παρακάτω θα βρείτε τα Φύλλα της Εφημερίδας της Κυβέρνησης (ΦΕΚ) που αφορούν στα:
α) Κήρυξη αρχαιολογικών χώρων περιοχών: Καστρί – Χαλανδριανή – Ατσιγγανόκαστρο – Δελφινονήσι – Χοντρά στη Σύρο.
β) Καθορισμό ζωνών προστασίας Α-Β αρχαιολογικών χώρων Ν. Σύρου: