Χλωρίδα

Η χλωρίδα της Σύρου είναι μέρος τη πλούσιας οικολογικής κληρονομιάς του νησιού, που διαμορφώθηκε και διαμορφώνεται από το μεσογειακό της κλίμα και την πλούσια βιοποικιλότητα. Σε αυτή την ιστοσελίδα εξερευνούμε την ποικίλη φυτική ζωή της Σύρου, από τους χαρακτηριστικούς θάμνους και τα αρωματικά βότανα μέχρι τα σπάνια ενδημικά είδη, αναδεικνύοντας τόσο τη φυσική ομορφιά όσο και την ιστορική σημασία της βλάστησής της.

Βλάστηση και Βιότοποι στη Σύρα

4 Αυγούστου 2016
του Αχιλλέα Δημητρόπουλου

Υπάρχουν δύο απόψεις- υποθέσεις σχετικές με τη δασική φυσιογνωμία των Κυκλάδων μέσα στο χρόνο. Σύμφωνα με την πρώτη τα νησιά αυτά ήσαν πάντοτε άγονα, με πολύ περιορισμένη βλάστηση. Το τοπίο τους έχει ελάχιστα μεταβληθεί με το πέρασμα του χρόνου.

Η δεύτερη άποψη θέλει τα νησιά καταπράσινα και δασωμένα πριν πολλά χρόνια, αποδίδοντας την αιτία της σημερινής φαλακρής εικόνας τους στην υλοτομία, στις πυρκαγιές και σε διάφορους περιβαλλοντικούς παράγοντες. Όσο περισσότερο ερευνούμε το παρελθόν των νησιών, τόσο ανακαλύπτουμε ενδείξεις που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, παλιότερα, υπήρχε μεν πυκνότερη βλάστηση, ακόμα και μεμονωμένα δάση, αλλά η εικόνα των νησιών απείχε πολύ από τον «παράδεισο» που η «ρομαντική» δεύτερη άποψη υποστηρίζει. Είναι μάλιστα πιθανό, ότι η κατανομή των ζωνών βλάστησης και των βιότοπων ήταν ανάλογη με τη σημερινή. Τα παράκτια δάση και τα παραθαλάσσια έλη ήσαν οι πιο ευπρόσβλητοι βιότοποι, οι πρώτοι που υποβαθμίστηκαν και, αργότερα, χάθηκαν. Αντίθετα, η βλάστηση γύρω ατό τις λιγοστές πηγές της ενδοχώρας διατηρήθηκε σχετικά ανέπαφη, και σε ορισμένες Κυκλάδες σώζονται ακόμα τμήματα αρχέγονων δασών τα οποία πλαισιώνουν τις μοναδικές υγρές περιοχές που κρύβονται στις βουνοπλαγιές και τις βαθιές κοιλάδες.

Για τον ερευνητή που κινείται στο χώρο της τοπογεωγραφίας, αποτελεί πεποίθηση ότι τα περισσότερα από τα είδη των ζώων που συναντώνται σήμερα στα νησιά υπήρχαν εκεί από παλιά(1) και είτε επεκτάθηκαν, αν οι περιβαλλοντικές αλλαγές τα ευνόησαν, είτε περιορίστηκαν από την ανθρώπινη δραστηριότητα και την υποβάθμιση των βιοτόπων τους∙ είναι φυσικό ότι τα περισσότερο εξειδικευμένα είδη κινδύνεψαν πιο πολύ από τα ανθρωπόφιλα ή τα προσαρμοστικά και μειώθηκαν σε αριθμούς∙ ορισμένα έφτασαν στα όρια της εξαφάνισης. Τα σαρκοφάγα, όπως ο αγριόγατος, και τα μεγάλα αρπακτικά πουλιά αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα. Αντίθετα, τα ερπετά επεκτάθηκαν μαζί με τα φρύγανα που αντικατέστησαν ορισμένα δάση που κόπηκαν ή κάηκαν.

Η χλωρίδα της Σύρας χαρακτηρίζεται από μεσογειακά είδη θάμνων και φρυγάνων , που σε μερικές περιπτώσεις παίρνουν δενδρώδη μορφή∙ το πιο διαδεδομένο «δένδρο» αυτής της ομάδας ήταν πάντοτε η Αρεφτιά ή Φίδα, που δεν είναι άλλη από την Άρκευθο (Juniperus phoenicea και J. macrocarpa). Οι θάμνοι αυτοί ήσαν, παλιότερα, πολύ πιο διαδεδομένοι και πιθανότατα, σχημάτιζαν πυκνά, αδιαπέραστα ρουμάνια, τα οποία είχε υπόψη του ο Della Rocca, όταν έγραφε ότι οι Τούρκοι και οι Βενετοί κατέστρεψαν τα επί της σειράς των ορέων της νήσου των αντικρύ κειμένων της Δήλου δάση της Σύρας.

Η Αρεφτιά ήταν πολλαπλά χρήσιμη για τους κατοίκους του νησιού: το ξύλο της είναι ανθεκτικό και μας είναι γνωστό ότι οι Τούρκοι κατασκεύαζαν μ’ αυτό ξιφολαβές. Σαν καύσιμο δίνει λαμπερή φλόγα και χρησιμοποιείται για τη λειτουργία καμίνων σιδηρουργείων και χαλκουργείων, αφού πρώτα ανθρακοποιηθεί (γυφτοκάρβουνο).

Αντίθετα από τον Tournefort που υποστηρίζει ότι η ξυλεία στο νησί είναιολιγίστη ο Αμπελάς και ο Della Rocca επιμένουν ότι υπήρχε εν ουχί ολίγη αφθονία. Εκτός από την Αρεφτιά στο νησί υπάρχουν ακόμα Σχίνοι, Λυγαριές, Αγριελιές και Χαρουπιές. Τα χαρούπια ή ξυλοκέρατα, μαζί με το κρέας των αγριόγιδων, αποτελούσαν τη βασική διατροφή των 400 περίπου «Συριανών» όταν τους συνάντησε ο Buondelmonti το 1414.

Από πολύ παλιά έχουν γίνει συστηματικές «αναδασώσεις» με πεύκα σε διάφορα σημεία της Σύρας, όπως στο λόφο της Ανάστασης και στις πλαγιές της συνοικίας Βαπόρια, ενώ φυτεύτηκαν αλμυρίκια (Tamarix sp.) στα αλατούχα εδάφη που βρίσκονται κατά μήκος της παραλίας από τον Ταρσανά μέχρι τον Αξό, καθώς και στην αμμουδιά της Βάρης.

Ψηλοί θάμνοι που χρησιμοποιούνται για ξύλευση είναι επίσης ο Πρίνος. η Κουμαριά, το Φιλύκι και η Αριά, Τα φυτά αυτά σχηματίζουν συστάδες, που στη Σύρα τις ονομάζουν σκλερές (ταυτίζοντάς τις, μερικές φορές με τους πετρότοιχους) και τις χρησιμοποιούν για παραγωγή κλαριών «του φούρνου». Από τα φρύγανα, ο Μύρτος και η Δάφνη, καθώς και το Σπάρτο, ο Αγούδουρας, η Αλισφακιά, ο Ασπάλαθρας, το Αχινοπόδι, ο Αλίφονας και το συνηθισμένο θυμάρι, μαζί με τη Γαλατσίδα και την Αφάνα, ξυλεύονται επίσης ή συλλέγονται και χρησιμοποιούνται για διάφορες οικιακές χρήσεις, από την κατασκευή σαρώθρων μέχρι την παραγωγή αφεψημάτων.

Η συλλογή Ζαφοράς (Κρόκων) στο Μύτακα ήταν τακτική ασχολία των Συριανών. Στο νησί συναντιώνται τρία είδη Κρόκων, ο Crocus laevigatus, ο Crocus cartwrightianus και o μοναδικός Crocus tournefortii, ενδημικό είδος της Σύρας, που είναι ενδημικός των Κυκλάδων και του βορειοανατολικού Αιγαίου. Στο herbariurn του Μουσείου Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας διατηρούνται δείγματα που μαζεύτηκαν από τον Άγιο Αθανάσιο της Πηγής, την περιοχή του Αγίου Δημητρίου και το Μέγα Γιαλό.

Τα διάφορα τοπωνύμια που σώζονται μέχρι σήμερα, προδίδουν τη σημασία που είχαν για τους κατοίκους του νησιού τα φυτά, όχι μόνο σαν αντικείμενα καθημερινής ασχολίας, αλλά και σαν αναφορές και διακριτικά τοποθεσιών: Σχινονήσι, Κυπερούσα, Χαρουπιά, Αμπέλα, Ξυλοκοπή, Πρασονήσι, Μεγαλεύκι.

Από τους βιοτόπους που χάθηκαν, αλλά αποτέλεσαν σημαντικό βιοοικολογικό στοιχείο του νησιού, ήσαν τα λιγότερο ή περισσότερο εκτεταμένα δάση από βελανιδιές των ειδών Quercus coccifera και Quercus ilex, που πιθανότατα συνδυάζονταν με την παρουσία συστάδων ή και αλσών από πεύκα (PinuS brutia και, ίσως, Pinus halepensis), όπως φαίνεται, ακόμα και σήμερα, στα υπολείμματα δασών της Kέας(2). Η καταστροφή όμως των δασών αυτών στη Σύρα έγινε πολύ νωρίς, χωρίς να απομείνουν ελάχιστες ενδείξεις για την ύπαρξή τους. Αντίθετα, σήμερα δεν υπάρχει καθαυτό δάσος ούτε «δασικά» είδη στο νησί, και τη θέση τους έχουν πάρει τα φρύγανα που ξαπλώνoνται ακόμα και στα εγκαταλελειμμένα χωράφια, ενώ η διάβρωση αφήνει ακάλυπτο το αρχέγονο πέτρωμα, που διακρίνεται εδώ κι εκεί.

Η μεσογειακή θαμνώδης μακία(3), απομένει μόνο σε ορισμένα σημεία, και πυκνώνει κάπως στις υγρές περιοχές, ιδίως στους εποχιακούς μικροχείμαρρους και στις ρεματιές, που είναι πολύτιμα στοιχεία από οικολογική άποψη, γιατί διευθετούν τη ροή των νερών της βροχής, ενώ οι θάμνοι συγκρατούν το χώμα και το προστατεύουν από τη διάβρωση. Σ’ άλλα νησιά των Κυκλάδων, έχει δυστυχώς αρχίσει το συστηματικό μπάζωμα των ρεματιών στ’ όνομα της κακώς εννοούμενης τουριστικής ανάπτυξης. Η Σύρα είναι πιο τυχερή, αφού οι ελάχιστες υγρές περιοχές στην Πηγή, το Σύριγγα, το Πισκοπειό και τα Χρούσα, διατηρούνται ακόμα – και πρέπει να προστατευθούν με κάθε θυσία.

Τα είδη των φυτών που συναντώνται στη Σύρα και τις Κυκλάδες είναι λίγα, συγκριτικά με εκείνα της κυρίως Ελλάδας, ενώ πολλά είδη που υπάρχουν π.χ. στην Εύβοια, απουσιάζουν τελείως, όπως ο ίδιος ο Rechinger παρατήρησε ήδη από το 1950.

Ειδικά εκείνα τα φυτά που ανήκουν στον τύπο βλάστησης των φρυγάνων(4) έχουν ακανόνιστη κατανομή. Αρκετά είδη που υπήρχαν άλλοτε έχουν εξαφανιστεί σήμερα∙ ο μικρός αριθμός των ατόμων και η μη δυνατότητα φυσικής επανεισαγωγής (από τα γύρω νησιά ή την Εύβοια) ήσαν οι κυριότεροι παράγοντες που οδήγησαν στην εξαφάνιση. Πράγματι, ακόμα και τα στενά θαλάσσια περάσματα των 10-20 km ενήργησαν αποδεδειγμένα σαν αποτελεσματικοί φραγμοί στη διάδοση των φυτών από νησί σε νησί στις Κυκλάδες, Από την άλλη μεριά, πολλές αποικίες ορισμένων ειδών που φαίνεται πως ήσαν φυσικές, αποδεικνύεται ότι είναι άμεσα ή έμμεσα αποτελέσματα ανθρώπινης παρέμβασης.

Άλλα, μικροσκοπικά είδη φυτών αναπτύσσονται στις λακκούβες που γεμίζουν νερό το χειμώνα ή νωρίς την άνοιξη και ξεραίνονται ύστερα. Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η χλωρίδα που υπάρχει στις ακτές(5), ιδίως στις εκτεταμένες αμμουδιές των Αγκαθωπών, της Βάρης, της Αζόλιμνου και του Κινιού∙ ανάμεσα στα σπάνια είδη που φυτρώνουν εκεί είναι και ο υπέροχος Κρίνος της θάλασσας (Pancratium maritimum), που είναι πολύ συνηθισμένος στην παραλία των Αγκαθωπών.

Σπάνια φυτά υπάρχουν επίσης στις υγρές περιοχές γύρω από τον κόλπο του Γαλησσά, από τη ζώνη που σκάει το κύμα μέχρι τον αμαξωτό δρόμο∙ εκεί σίγουρα απειλούνται από την οικοπεδοποίηση και την τουριστική ανάπτυξη που γέμισε τα τελευταία χρόνια το Γαλησσά με ξενοδοχεία, παμπς και εστιατόρια. Η περιοχή ήταν, σίγουρα, από τους πιο σημαντικούς βιότοπους του νησιού κι ακόμα και σήμερα αποτελεί σταθμό για τα μεταναστευτικά πουλιά, αφού ο γράφων παρατήρησε Ερωδιούς πάνω στις στέρνες τον Αύγουστο του 1988, στην ακμή της τουριστικής περιόδου.

Φυτογεωγραφικά, οι Κυκλάδες διαχωρίζονται σε ομάδες που έχουν κοινά χαρακτηριστικά ή μεγάλες διαφορές μεταξύ τους. Πολλά είδη συναντώνται μόνο σ’ ένα νησί (η Άνδρος είναι τυπικό παράδειγμα) ή ομάδα νησιών, ενώ άλλα έχουν ενιαία κατανομή. Είδη με ενιαία κατανομή είναι τα εξής

  • Callicotomevillosa – Σπάλαθος
  • Coridothymuscapitatus – Θυμάρι
  • Genista acanthoclada – Αφάνα
  • Sarcopoterium spinosum – Αφάνα, Φρύγανο
  • Satureia thymbra – Θρούμπι
  • Carlina corymbosa – Γαϊδουράγκαθο
  • Oryzopsis caerulescens – Αγριόκρινος
  • Iris sisyrinchium – Κρινάκι
  • Astragalus hamosus – Τετράγκαθο
  • Bupleurum gracile – Σκυλομάραθο

Μια σχηματική κατάταξη των νησιών ανάλογα με τη φυτογεωγραφική τους ταυτότητα επιχείρησαν οι επιστήμονες του Πανεπιστημίου της Lund (Σουηδία), που συνεχίζουν το έργο του Rechinger από το 1957. Σ’ αυτή την κατάταξη, η Σίφνος και η Σύρα αποτελούν μια φυτογεωγραφική ενότητα∙ η Άνδρος, η Τήνος και η Μύκονος έχουν περισσότερες ομοιότητες μεταξύ τους και με τη Νάξο.

  1. Ο συγγραφέας εννοεί τα αρτίγονα (σύγχρονα) είδη, όχι εκείνα που έζησαν σε άλλες γεωλογικές περιόδους.
  2. Ελάχιστες Βελανιδιές υπάρχουν επίσης στην Άνδρο, τη Νάξο και την Ίο, ενώ αναδασώσεις με πεύκα έχουν γίνει στη Γυάρο.
  3. Τύπος βλάστησης των μεσογειακών περιοχών, που χαρακτηρίζεται από θαμνώδη φυτά σε διάφορα επίπεδα ύψους και λιγοστά δέντρα.
  4. Τύπος βλάστησης, χαρακτηριστικός των ελληνικών νησιών, αλλά και περιοχών της ενδοχώρας, που χαρακτηρίζεται από την απουσία δέντρων, ενώ η βλάστηση έχει υπερβoσκηθεί και περιορίζεται σε μικρούς χαμηλούς θάμνους.
  5. Είναι γνωστή η ποικιλία των φυτών που ανθίζουν την άνοιξη στην περιοχή της άκρης του λιμανιού, από τον Ταρσανά μέχρι και τα Λαζαρέτα. Εκεί που πριν υπήρχαν υγρότοποι. Τα είδη αυτά των φυτών δεν υπάρχουν πουθενά αλλού στη Σύρα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

  1. Αμπελά, Τιμ. 1874. lστορία της νήσου Σύρου. Αθήναι.
  2. Γρύσπου, Π. 1968. Η Δασική Φυσιογνωμία των Κυκλάδων Νήσων. Αθήναι.
  3. Διαπούλη, Χ. 1961. Ενδημικά Φυτά των Κυκλάδων. Αθήναι.
  4. Ζερλέντη, Κ. 1952. Συμβολή στη φυτογεωγραφία των Κυκλάδων(διδακτορική διατριβή). Αθήναι.

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Rechinger, Κ.Η. 1943. Flora Aegaea. Denkschr. Akad. Wiss- Wien. Math.-Νat. ΚΙ. 105( 1).
  2. Rechinger, Κ.Η. 1949. Florae Aegaeae supplementum. Phyton, Ι: 194–228.
  3. Rechinger, Κ.Η. 1950. Grundzϋge der phlanzenverbreitung in der Αgäis I-III. Vegetatio 2: 55-119, 239-308, 365-386.
  4. Rechinger, Κ.Η. 1951. Phytogeographia Aegaea. Denlkschr. Akad. Wiss. Wien. Math.-Νat. ΚΙ. 105(3).
  5. Strid, Α. 1970. Studies in the Aegean flora ΧVΙ. Biosystematics of the NigeJla arvensis complex with special reference in the problem of non–adaptive radiation. Opera Botanica 28: 1-169.
  6. Strid, Α. 1971. Ενοlution in the Aegean. Proceedings of a symposium held at the Department of Plant Taxonomy, Lund, Sweden. Opera Botanica 30.

 πηγή: Συριανά Γράμματα τ. 7, 1989

Για τη χλωρίδα και τη βλάστηση της Σύρας

14 Ιουνίου 2015

του Γιώργου Π. Σαρλή

Χλωρίδα

  1. Η χλωρίδα της Σύρας συνίσταται σε 580 είδη, 60 υποείδη, 1 ποικιλία και 1 µορφή, δηλ. συνολικά σε 642 ταξινοµικές µονάδες (taxa), που ανήκουν σε 340 γένη και 81 οικογένειες. Από προγενέστερες έρευνες (Κ.Η. Rechinger) ήταν γνωστά για τη χλωρίδα της Σύρας 648 taxa (590 είδη και 58 υποείδη), από τα οποία δεν ανευρέθηκαν 138, που ανήκουν σε 37 οικογένειες, ενώ 5 χαρακτηρίζονται σαν καλλωπιστικά είδη.
  2. Η χλωρίδα του νησιού δεν παρουσιάζει έντονο πολυµορφισµό, και ως εκ τούτου δεν περιλαµβάνει ενδηµικά είδη µε τη στενή έννοια (στενότοπα), γεγονός που αποδίδεται στην έλλειψη υψηλών βουνών και στο µικρό βαθµό αποµόνωσης της Σύρας. Μνηµονεύονται όµως για το νησί από τους Κ.Η. Rechinger, Ζερλέντη και Διαπούλη περί τα 20 ενδηµικά είδη µε την ευρεία έννοια (ευρύτοπα), από τα οποία ανευρέθησαν τα Orobanche amethystea Thuill. ssp. amethystea, Orobanche fuliginosa Reuter ex. Jordan, Chenopodium ficifolium Sm., Suaeda splendens (Pourret) Gren. & Cordon (αρµύρα, αρµυρίκι), Centaurea eriopoda Rech. fill. και Fritillaria ehrhardii Boiss. & Orph.
  3. Οι πιο πολυπληθείς οικογένειες είναι η Fabaceae µε 70 είδη και 4 υποείδη (σύνολο 74 taxa), η Poaceae µε 57 είδη και 6 υποείδη (σύνολο 63 taxa), η Asteraceae µε 41 είδη και 7 υποείδη (σύνολο 48 taxa) και η Cichoriaceae µε 30 είδη και 2 υποείδη (σύνολο 32 taxa). Ακόµα από το σύνολο των ειδών της χλωρίδας της Σύρας 132 (20,56 %) χαρακτηρίζονται ως αρωµατικά και φαρµακευτικά φυτά, 1 (0,16%) ως καθαρά αρωµατικό, 65 (10,12%) ως καθαρά φαρµακευτικά, 75 (11,68%) ως τοξικά, 8 (1,25%) ως αρτυµατικά και 148 (23,05%) ως µελισσοκοµικά. Ο µεγάλος αριθµός των ειδών των ψυχανθών (Fabaceae), των αγρωστωδών (Poaceae) και των µελισσοκοµικών φυτών εξηγεί την ανεπτυγµένη κτηνοτροφία και µελισσοκοµία του νησιού.
  4. Η χωρολογική ανάλυση των χλωριδικών στοιχείων κατέδειξε ότι τα µεσογειακής προέλευσης είδη πλεονεκτούν καταφανώς σε αριθµό και ποσοστό συµµετοχής στη χλωρίδα του νησιού (76,79%). Ακόµα στη σηµερινή χλωρίδα της Σύρας συµµετέχει ικανός αριθµός ειδών, κυρίως ανθρωποχώρων, που εισήλθαν σε νεότερες εποχές.
  5. Το βιοφάσµα της Σύρας κατά Raunkiaer δείχνει να υπερέχουν τα θερόφυτα µε ποσοστό συµµετοχής 51,41 %, γεγονός που επιβεβαιώνει την ένταξη της χλωρίδας του νησιού µέσα στα όρια του µεσογειακού κλίµατος. Από την ανάλυση εξάλλου των επιµέρους οικολογικών µορφών προέκυψε ότι τα είδη της χλωρίδας της Σύρας συνίστανται σε 334 (52,02%) µονοετή, 29 (4,25%) διετή, 223 (34,74%) πολυετή, 50 (7,79%) θαµνώδη και 6 (0,93%) δενδρώδη.

Βλάστηση

Η βλάστηση της Σύρας, από φυτοκοινωνιολογική άποψη, διακρίνεται στις διαπλάσεις παράκτιας βλάστησης, αείφυλλης σκληρόφυλλης βλάστησης, φρυγάνων και ζιζανίων.

  1. Η παράκτια βλάστηση, ανάλογα µε τις τοπικές οικολογικές συνθήκες, διακρίνεται στην αµµόφιλη βλάστηση, στην αλίφιλη βλάστηση και στη βλάστηση των βραχωδών ακτών. Οι 2 πρώτοι τύποι βλάστησης, λόγω ανθρωπογενών επιδράσεων, έχουν έντονα υποβαθµιστεί, µε αποτέλεσµα να απαντούν σ’ αυτούς φυτικά είδη, που δεν παρέχουν εικόνα καλά διαµορφωµένων αµµόφιλων και αλίφιλων φυτοκοινωνιών. Η βλάστηση των βραχωδών ακτών, από τη σύνθεση και την οικολογία των ειδών που τη συγκροτούν, υπάγεται στην ένωση Crithmo-Limonion Molinier 34 (C: Crithmo-Limonietea Br.-Bl. 47, Ο: Crithmo-Limonietalia Molinier 34).
  2. Η σκληρόφυλλη αείφυλλη βλάστηση, που έχει και αυτή υποστεί τις συνέπειες των ανθρωπογενών επιδράσεων, απαντάται στο νησί κυρίως µε τη µορφή µεµονοµένων ατόµων ή συστάδων, έτσι που στις περισσότερες περιπτώσεις έχουν εισχωρήσει σ’ αυτήν τα φρύγανα. Τα χαρακτηριστικά είδη της µακκίας βλάστησης στη Σύρα είναι οι αειθαλείς θάµνοι Juniperus phoenicea (αρευτιά), Pistacia lentiscus (σχίνος), Quercus coccifera (πουρνάρι), Rubus ulmifolius (βάτος), Ceratonia siliqua (κουντουριδιά), Olea europaea var. sylvestris (αγριελιά), καθώς και οι φυλλοβόλοι θάµνοι Anthyllis hermanniae (αλογοθύµαρο), Calicotome villosa (ασπάλαθος), Vitex agnus-castus (λυγαριά), Spartium junceum (σπάρτο), Colutea arborescens αγριοσυκαµνιά), Genista acanthoclada (αφάνα), Pyrus spinosa (αγριαχλαδιά) και Asparagus acutifolius (αγριοσπαράγγι). Η µακκία αυτή βλάστηση, σύµφωνα µε τα νεότερα δεδοµένα, αποτελεί διαµελισµένη διάπλαση της ένωσης Ceratonio-Rhamnion Oleoidis (Quezel & Barbero 1979, Papanicolaou & Sarlis 1991) (C: Quercetea ilicis, Ο: Pistacio-Rhamnetalia).
  3. Οι διαπλάσεις των φρυγάνων, λόγω του µεσογειακού κλίµατος, το οποίο ευνοεί την ταχεία εξάπλωσή τους, κατέλαβαν µεγάλο τµήµα του νησιού, και ιδιαίτερα περιοχές χέρσες, απ’ όπου η µακκία εξαφανίστηκε από εκχερσώσεις, υπερβόσκηση, ξύλευση και άλλες ανθρωπογενείς επιδράσεις. Χαρακτηριστικά είδη των φρυγάνων, που απαντώνται στη Σύρα, είναι τα Cistus incanus (λαδανιά), C. salvifolius (λαδανιά), Ballota acetabulosa (λουµινιά), Phlomis fruticosa (αλισφακιά), Thymus capitatus (θυµάρι), Sarcopoterium spinosum (αστοιβή), Convolvulus oleifolius, Fumana thymifolia, Euphorbia acanthothamnos (φλόµος), Lavandula stoechas (αγριολεβάντα), Salvia verbenaca (φασκοµηλιά), Micromeria juliana (ύσσωπος), Satureja thymbra (θρούµπι) και Teucrium polium (στοµαχοβότανο), τα οποία συγκροτούν από φυτοκοινωνιολογική άποψη φυτοκοινωνίες της ένωσης Coridothymion Oberd. 54 (C: Cisto-Micromerietea Oberd. 54, Ο: Cisto-Micromerietalia, Oberd. 54), καθώς και διάφορες φάσεις αυτής, όπως τη φάση του Cistus incanus (λαδανιά), του Sarcopoterium spinosum (αστοιβή), του Thymus capitatus (θυµάρι) και του Phlomis fruticosa (αλισφακιά).
  4. Οι διαπλάσεις των ζιζανίων, λόγω ευνοϊκών συνθηκών, παρουσιάζουν εκτεταµένη εξάπλωση στη Σύρα, όπου σχηµατίζουν ποικίλες φυτοκοινωνίες. Από το βιότοπο, όπου αναπτύσσονται, διακρίνουµε αυτές τις φυτοκοινωνίες των ζιζανίων σε φυτοκοινωνίες καλλιεργειών, οι οποίες υπάγονται από φυτοκοινωνιολογική άποψη στην κλάση Secalinetea Br.-Bl. 1951, και σε νιτρόφιλες φυτοκοινωνίες των περιοικιστικών χώρων, που υπάγονται στην κλάση Chenopodietea Br.-Bl. (1951) 1952. Ακόµα στα κράσπεδα κατά µήκος των αµαξιτών οδών, των αγροτικών δρόµων και των µονοπατιών αναπτύσσονται φυτοκοινωνίες ζιζανίων, που συγκροτούνται τόσο από νιτρόφιλα ζιζάνια όσο και από ζιζάνια καλλιεργειών.

Από τα ως τώρα αναφερθέντα διαπιστώνεται ότι η χλωρίδα και η βλάστηση της Σύρας έχουν υποστεί µέσα στο χρόνο σοβαρή υποβάθµιση. Οι έντονες ανθρωπογενείς επιδράσεις του παρελθόντος, πυρκαγιές, εκχερσώσεις, υπερβόσκηση, ξύλευση για οικιακές ανάγκες, η σύγχρονη άναρχη οικοπεδοποίηση και οικοδόμηση του νησιού, ο απρογραμμάτιστος θερινός τουρισμός, η θαλάσσια και χερσαία ρύπανση έχουν αφήσει εµφανή τα ίχνη τους. ‘Ολα τα παραπάνω, σε συνδυασµό µε τις δυσµενείς οικολογικές συνθήκες, ιδιαίτερα των ισχυρών ανέµων και του µικρού ύψους των ετήσιων βροχοπτώσεων, επέφεραν την αλλοίωση της χλωρίδας και της βλάστησης του νησιού, µε την καταστροφή ορισµένων βιοτόπων, τη µετατροπή των ξυλωδών φυτοκοινωνιών σε φυσιογνωµική µορφή νανώδη και αραιή και µε την έντονη διάβρωση, η οποία σε πολλές επικλινείς περιοχές φτάνει ως το σηµείο εµφάνισης του µητρικού πετρώµατος.

Φυτικά είδη κατάλληλα για φύτευση σε αλατούχα εδάφη

Επιστημονική ονομασίαΚοινή ονομασίαΟικολογική μορφή ανάπτυξηςΧαρακτηριστικά
Arundo donax    Καλάµι Πολυετές φυτόΑνθεκτικό στον άνεµο, κατάλληλο για ανεµοθραύστες
Atriplex halimusΑλιµιά ΘάµνοςΑνθεκτική σε ξηρές περιοχές
Baccharis hallimifoliaΒάκχαρη ΘάµνοςΑνθεκτική στα υδατοσταγονίδια της θάλασσας
Carpobrotus acinaciformisΜπούζιΠολυετές φυτόΑνθεκτική στα υδατοσταγονίδια της θάλασσας
Cassia marylandicaΚάσσια  ΘάµνοςΕυαίσθητη στα υδατοσταγονίδια της θάλασσας
Coronilla spΚορονίλλαΘάµνοςΚατάλληλη για πετρώδεις επικλινείς θέσεις
Elaeagnus angustifolia  ΜοσχοϊτιάΔέντροΑνθεκτική στους ανέµους
EucalyptusΕυκάλυπτοςΔέντροΚατάλληλος για δενδροστοιχίες και προστασία καλλιεργειών ευαίσθητων στους ανέµους
Kochia trichophyllaΚυπαρισσάκι Μονοετές ποώδες φυτό  Απαιτητικό στις αρδεύσεις
Mesembrianthemum spΜπούζι Πολυετές φυτόΑνθεκτικό στα υδατοσταγονίδια της θάλασσας
Myoporum leatum  Μυόπορο   ΘάµνοςΑνθεκτικό στα υδατοσταγονίδια της θάλασσας
Nerium oleanderΠικροδάφνη ΘάµνοςΚατάλληλη για συντήρηση εδαφών και ανθεκτική στα      υδατοσταγονίδια της θάλασσας
Pinus halepensisΠεύκοΔέντροΚατάλληλο για άγονες και πετρώδεις περιοχές
Pinus pineaΚουκουναριά ΔέντροΚατάλληλο για άγονες και πετρώδεις περιοχές
Pistacia lentiscusΣχίνοςΘάµνοςΚατάλληλος για συντήρηση εδαφών
Plumbago capensisΜολύβδαινα ΘάµνοςΚατάλληλη για ξηρές και αιχµηρές θέσεις
Rhamnus alaternus   Ράµνος ΘάµνοςΑνθεκτικός στα υδατοσταγονίδια της θάλασσας
Tamarix parviflora ΑλµυρίκιΔέντροΑνθεκτικό στα υδατοσταγονίδια της θάλασσας
Vitex agnus-castusΛυγαριά   ΘάµνοςΚατάλληλη για συντήρηση εδαφών
Zizyphus vulgarisΤζιτζιφιά ΔέντροΠολύ ανθεκτική σε ξηρές περιοχές

Η αποκατάσταση της φυτικής επικάλυψης του νησιού απαιτεί µακροχρόνια προοπτική και µεγάλες δαπάνες. Γι’ αυτό θα πρέπει να καταβληθούν προσπάθειες για την πρόληψη ή τουλάχιστο τη µείωση των παραπέρα ζηµιών. Παρακάτω διατυπώνονται ορισµένες απόψεις, που, αν υιοθετηθούν και εφαρµοστούν, θα συµβάλουν όχι µόνο στην προστασία και στην ενίσχυση της χλωρίδας, της βλάστησης και του εδάφους της Σύρας, αλλά και γενικότερα στην οικολογική της αναβάθµιση.

  1. Να φυτευτούν, σε διάφορες προσφερόµενες θέσεις, τα αυτόχθονα είδη pjnus halepensis (πεύκο) και Juniperus phoenicea (αρευτιά), για δηµιουργία θαµνώνων, µε γνώµονα όµως τη µη αλλοίωση του τοπίου. Να φυτευτούν, σε παράλιες θέσεις, τα είδη Pinus pinea (κουκουναριά), Tamarix sp. (αρµυρίκι), καθώς και άλλα είδη κατάλληλα για αλατούχα εδάφη και ανθεκτικά στα υδατοσταγονίδια της θάλασσας, ώστε να δηµιουργηθούν προστατευτικοί µανδύες και να συντηρηθούν τα παραλιακά εδάφη (πίν. 7).
  2. Θέσεις µε δυσµενείς οικολογικές συνθήκες να αναθαµνωθούν µε ξηροφυτικά είδη της συριανής χλωρίδας, ιδιαίτερα µε φρύγανα, που τα περισσότερά τους είναι και µελισσοκοµικά φυτά, όπως Thymus capitatus (θυµάρι), Lavandula stoechas (αγριολεβάντα), Phlomis fruticosa (αλισφακιά), Teucrium divaricatum (δοντοχόρτι), Τ. polium (στοµαχοβότανο), Genista acanthoclada (αφάνα), Sarcopoterium spinosum (αστοιβή) και Satureja thymbra (θρούµπι). Έτσι θα εµπλουτιστούν και οι µελισσοβοσκές του νησιού προς όφελος της µελισσοκοµίας. Ακόµα να φυτευτούν διάφορα δέντρα και θάµνοι κατάλληλοι για παραθαλάσσιες περιοχές (πίν. 8).
  3. Να ιδρυθούν επιτόπια φυτώρια (δηµοτικά, κοινοτικά) για παραγωγή άφθονου υλικού αναθαµνώσεων των παραπάνω ειδών της συριανής χλωρίδας, ιδιαίτερα εκείνων, σε πρώτη φάση, που πολλαπλασιάζονται αγενώς µε ριζώµατα, παραφυάδες και έχουν πλούσιο ριζικό σύστηµα, κατάλληλο για τη συγκράτηση των εδαφών.
  4. Οι Δήµοι και οι Κοινότητες να δηµιουργήσουν δενδροστοιχίες, αλσύλια ή µικρούς κήπους, ανάλογα µε τους διαθέσιµους χώρους, και να συντηρήσουν αυτούς που υπάρχουν.
  5. Να καλλωπιστούν µε πράσινο οι χώροι γύρω από τα σχολεία, τις παιδικές χαρές, τις εκκλησίες, τα διατηρητέα σπίτια και τα άλλα κτίσµατα, ακόµη να προστατευθούν, να συντηρηθούν και να αξιοποιηθούν τοποθεσίες µε ιστορική σηµασία, όπως η Χαλανδριανή µε την προϊστορική νεκρόπολη, το Καστρί µε τη µικρή ακρόπολη των πρωτοκυκλαδικών χρόνων, το Πλατύ Βουνί, ο όρµος των Γραµµάτων και τα Σπήλαια του Φερεκύδη. Βέβαια το νερό αποτελεί τον σοβαρότερο περιοριστικό παράγοντα ανάπτυξης των φυτών στο νησί. Γι’ αυτό θα πρέπει κάθε προσπάθεια δενδροφύτευσης ή αναθάµνωσης να έχει εξασφαλίσει νερό και περιποίηση για 2-3 χρόνια µετά τη φύτευση. Έτσι οι παραπάνω προσπάθειες καλό θα ήταν να πραγµατοποιηθούν τόσο από τη µεριά των κατοίκων του νησιού (σε κήπους, αυλές, πεζοδρόµια) όσο και από τους τοπικούς φορείς (Δήµους, Κοινότητες, Σχολεία κ.α.), µε βάση όµως κάποιο οργανωµένο σχέδιο και πρόγραµµα. Ακόµα κάτω από τις ξηροθερµικές συνθήκες του νησιού, µε τη χρησιµοποίηση ελάχιστου νερού, κυρίως κατά το πρώτο στάδιο εγκατάστασης, µπορούν και πρέπει να αναπτυχθούν οι καλλιέργειες των ειδών Ficus carica (συκιά), Prunus amugdalus var. sativa (αµυγδαλιά), Punica granatum (ροδιά), Vitis vinifera c.v. (αµπέλι), καθώς και των αρωµατικών, φαρµακευτικών και αρτυµατικών ειδών Artemisia absinthium (αψιθιά), Capparis sp. (κάππαρη), Chamomilla recutita (χαµοµήλι), Coriandrum sativum (κορίανδρος), Cuminum cyminum (κύµινο), Foeniculum vulgare (µάραθος), Jasminum grandiflorum (γιασεµί), Lavandula hybrida (λεβάντα), Mentha spicata (δυόσµος), Myrtus communis (µυρτιά), Ocimum basilicum (βασιλικός), Origanum dictamnus (δίκταµος), Ο. majorana (µαντζουράνα), Ο. onites (ρίγανη), Pelargonium roseum (αρµπαρόρριζα), Pimpinella anisum (γλυκάνισο), Ricinus communis (ρετσινολαδιά), Rosmarinus officinalis (δεντρολίβανο), Rubus s.p. (βάτος), Salvia s.p. (φασκόµηλο) και Styrax officinalis (αστύρακας).
  6. Να προστατευτούν ορισµένοι βιότοποι, ιδιαίτερα παραλίες, µε αµµόφιλα φυτικά είδη, τα οποία θα εξαφανιστούν πλήρως, αν συνεχιστούν η ανεξέλεγκτη ανέγερση ξενοδοχείων και τουριστικών κέντρων, οι αµµοληψίες και οι καταπατήσεις τους από το πλήθος των λουοµένων.
  7. Να προστατευτεί η πανίδα και ο θηραµατικός πλούτος του νησιού. Η Σύρα πάντοτε παρουσίαζε ιδιαίτερη σηµασία τόσο για τα αποδηµητικά όσο και για τα επιδηµητικά πουλιά, που είτε διαβιούσαν µόνιµα σ’ αυτή είτε κατέφευγαν για να αναζητήσουν την τροφή τους, να γεννήσουν τα αβγά τους ή να περάσουν τη χειµερινή περίοδο. Η πληροφορία της ίδρυσης στο νησί εκτροφείου θηραµατικών πουλιών µας βρίσκει απόλυτα σύµφωνους, γιατί το γεγονός αυτό αποτελεί ένα θετικό βήµα για την προστασία της ορνιθοπανίδας της Σύρας.
  8. Να απαγορευτεί τουλάχιστο για 4-5 χρόνια η ελεύθερη βόσκηση των αιγοπροβάτων, και ακολούθως η βόσκηση να γίνεται µε ορθολογική διαχείριση για συντήρηση και αύξηση της παραγωγικότητας των οικοσυστηµάτων του νησιού και για εξασφάλιση της οικολογικής τους ισορροπίας.
  9. Να θεσπιστούν και να τηρηθούν αυστηροί περιορισµοί στη δόµηση και οικοπεδοποίηση, ειδικότερα να γίνει ορθολογική χωρολογική κατανοµή των χρήσεων της γης σε συνδυασµό µε την αειφορική διαχείριση των ανανεώσιµων φυσικών πόρων και µε την εξασφάλιση της συναίνεσης όλων των κατοίκων του νησιού.
  10. Να προστατευτεί ο χερσαίος και ιδιαίτερα ο θαλάσσιος χώρος γύρω από το νησί και µέσα στο λιµάνι της Ερµούπολης τόσο από τα οικιστικά απόβλητα όσο και από τα απόβλητα των πλοίων και των ναυπηγείων. Ακόµα να αποφευχθεί η ίδρυση στο µέλλον κάποιας βιομηχανίας κατά µήκος των ακτών του λιµανιού, που µε τα απόβλητά της θα µόλυνε ακόµα περισσότερο την περιοχή. Στο σηµείο αυτό θα µπορούσε να προταθεί και η ίδρυση ενός εργοστασίου βιολογικού καθαρισµού των λυµάτων της πόλης, που η λειτουργία του θα εξασφαλιζόταν µε τη χρησιµοποίηση της ηλιακής και της αιολικής ενέργειας.

Τέλος για την ευαισθητοποίηση του κοινού και των αρχών πάνω σε θέµατα προστασίας και ενίσχυσης των διαφόρων οικοσυστηµάτων του νησιού προτείνονται διάφορες εκδηλώσεις, όπως διαλέξεις, προβολές ταινιών, εκθέσεις, σεµινάρια, δηµόσιες συζητήσεις κ.ά. Ακόµα προτείνεται περιβαλλοντική εκπαίδευση σε όλες τις βαθµίδες της σχολικής εκπαίδευσης, δηµιουργία σχολικών κήπων, χρησιµοποίηση της νεολαίας σε αναθαµνωτικές εργασίες, σύµφωνα µε τις υποδείξεις των αρµοδίων, οργάνωση εκπαιδευτικής οικολογικής θερινής κατασκήνωσης και δηµιουργία ενός µικρού σύγχρονου Μουσείου Φυσικής Ιστορίας, το οποίο θα µπορούσε να προσφέρει εκπαίδευση σε µαθητές, σπουδαστές και ενήλικες, αλλά και να αποτελέσει πόλο έλξης για τους επισκέπτες της Σύρας.

πηγή: Συριανά Γράμματα τ. 26-27, 1994

Χρήσιμα link:

Εδώ μπορείτε να βρείτε τη μελέτη: Τα φυτά της Σύρας, του Γιώργου Π. Σαρλή